Περί Ναυτικής Εκπαίδευσης

Ο θαλάσσιος τουρισµός (yachting) στην Ελλάδα κυµαίνεται γύρω στο 1% της συνολικής αξίας του τουρισµού της χώρας, ωστόσο η συµβολή αυτού του είδους τουρισµού είναι κατά 80% περισσότερη από του µέσου τουρίστα. Ο χώρος του θαλάσσιου τουρισµού που αποτελείται κατά 70% από ιστιοφόρα και κατά 30% από µηχανοκίνητα σκάφη, άφησε πέρυσι στη χώρα µας πάνω από 800 εκατοµµύρια ευρώ (ενώ συγκριτικά η κρουαζιέρα µόλις 580). Από αυτά συνεισέφερε στην εθνική οικονοµία 70 εκατοµµύρια ευρώ από το ΦΠΑ και 40 εκατοµµύρια ευρώ στο ΝΑΤ. Στον χώρο απασχολούνται πάνω από 25.000 άνθρωποι.

Σε έναν τόσο σηµαντικό τοµέα όχι µόνο της εθνικής οικονοµίας, αλλά και της εθνικής πολιτικής εν γένει, η έλλειψη στην ακαδηµαϊκή εξειδίκευση είναι φανερή και η κάλυψή της επιτακτική. Η µεγάλη σηµασία του yachting, των υποδοµών και της εκπαίδευσης, έχει γίνει αντιληπτή από τα αρµόδια υπουργεία και τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει µία προσπάθεια να κινηθούν τα πράγµατα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Το σύστηµα της δηµόσιας ναυτικής εκπαίδευσης και πιστοποίησης της χώρας µας, αποτελείται από έντεκα Ακαδηµίες Εµπορικού Ναυτικού (ΑΕΝ) για πλοιάρχους και µηχανικούς, µε πανελλήνιες εξετάσεις. Επιπλέον, λειτουργούν τρία Κέντρα Επιµόρφωσης Στελεχών Εµπορικού Ναυτικού (ΚΕΣΕΝ) για πλοιάρχους και µηχανικούς. Οι αξιωµατικοί του Εµπορικού Ναυτικού µετά την αποφοίτησή τους από τις ΑΕΝ σε τακτά διαστήµατα παρακολουθούν στα ΚΕΣΕΝ µαθήµατα µετεκπαίδευσης και ανανέωσης γνώσεων, αλλά και εκπαίδευση σε εξειδικευµένα θέµατα για υπηρεσία επί ειδικού τύπου πλοίων. Τα ΚΕΣΕΝ εκδίδουν 23 ειδικά πιστοποιητικά.

Επίσης υπάρχουν δύο Σχολές Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων, οι οποίες απευθύνονται στους ναυτικούς όλων των βαθµίδων και τους παρέχεται η βασική και προχωρηµένη εκπαίδευση στα σωστικά και πυροσβεστικά µέσα των πλοίων.

Υπάρχει επίσης και η Δηµόσια Σχολή Εµπορικού Ναυτικού Μετεκπαίδευσης Θαλαµηπόλων (ΔΣΕΝ/ΜΕΤ Θαλαµηπόλων). Οι παραπάνω σχολές είναι υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Ναυτικών (ΔΕΚΝ) του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

Τέλος, υπάρχουν και τα ΕΠΑΛ που ανήκουν στο Υπουργείο Παιδείας και είναι ουσιαστικά τα ναυτικά λύκεια τα οποία προετοιµάζουν τους µαθητές για τις ακαδηµίες, εφόσον επιθυµούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους και όχι να ξεκινήσουν να εργάζονται σε πλοία µετά την αποφοίτησή τους.

Οι Ακαδηµίες Εµπορικού Ναυτικού (ΑΕΝ) είναι δηµόσιες σχολές της ανώτερης βαθµίδας που υπάγονται διοικητικά στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και επιβλέπονται από την Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ναυτικών του Αρχηγείου Λιµενικού Σώµατος – Ελληνικής Ακτοφυλακής. Είναι οι κύριοι φορείς εκπαίδευσης των στελεχών εµπορικού ναυτικού στην Ελλάδα και διακρίνονται σε Σχολές Πλοιάρχων και Σχολές Μηχανικών.

Και ενώ η σηµασία που δίδεται προς τη ναυτική εκπαίδευση στον τοµέα της εµπορικής ναυτιλίας είναι µεγάλη και πλήρης, για τα σκάφη αναψυχής δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη κάλυψη.

Στο πλαίσιο λοιπόν των δράσεων των τελευταίων ετών για τη ενίσχυση και υποστήριξη του κλάδου του επαγγελµατικού τουριστικού σκάφους αναψυχής, εντάχθηκε στα δηµόσια και πρόσφατα και τα ιδιωτικά ΙΕΚ µία νέα ειδικότητα, σε τέσσερα εξάµηνα, για τον επαγγελµατία κυβερνήτη σκάφους αναψυχής.

Ο ΠΟΙΑΘ, που το 2019 γιόρτασε 50 χρόνια λειτουργίας των σχολών ιστιοπλοΐας ανοικτής θαλάσσης, συνεργάζεται µε το ιδιωτικό ΙΕΚ Ωµέγα παρέχοντας υποστήριξη στα θεωρητικά µαθήµατα ειδικότητας και στα πρακτικά µαθήµατα.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το 1930, ιδρύθηκε στην Ύδρα η πρώτη δημόσια ναυτική σχολή, η Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας. Ο πόλεμος διέκοψε κάθε προσπάθεια λειτουργίας ναυτικής εκπαίδευσης
στη χώρα και μόνο μετά τη λήξη του συστάθηκε το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης, που κατέστησε υποχρεωτική την εισφορά υπέρ της Ναυτικής Εκπαίδευσης των πλοίων υπό ελληνική σημαία. Το 1946, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εμπορικής ΝαυτιλίαςΝικολάου Αβραάμ, αλλά και άλλων στελεχών ναυτιλιακών φορέων, ξεκίνησε η ίδρυση του ταμείου, με σκοπό τη στήριξη κατά κύριο λόγο του συστήματος της δημόσιας ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, αρχικά με εθελοντικές εφοπλιστικές εισφορές, και στη συνέχεια με νόμους του κράτους.
Επίσης αποφασίστηκε να διατεθούν τα αποθεματικά του Ασφαλιστικού Οργανισμού Κινδύνων Πολέμου για την ανέγερση νέων σχολών. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1955 θεμελιώνονται τα κτίρια των σχολών του Ασπροπύργου και τον Σεπτέμβριο του 1956 δέχτηκαν τους πρώτους σπουδαστές. Με την ίδρυση των Σχολών Πλοιάρχων και Μηχανικών Ασπροπύργου δεν κατασκευάστηκε απλώς ένα σχολικό συγκρότημα ναυτικής εκπαίδευσης, αλλά δημιουργήθηκε ένας ισχυρός θεσμός, ο θεσμός των δημόσιων σχολών Εμπορικού Ναυτικού.
Η ιστορία της σύγχρονης ναυτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορία των δημόσιων ΑΕΝ, αλλά περιλαμβάνει και πολλούς ακόμα θεσμικούς φορείς που παρείχαν ναυτική εκπαίδευση, όπως τα ναυτικά γυμνάσια (δημόσια και ιδιωτικά), τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων, Μηχανικών, Ραδιοηλεκτρονικών / Ραδιοεπικοινωνιών, οι Σχολές Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων, οι σχολές Ασυρματιστών, οι σχολές Θαλαμηπόλων και Μαγείρων, αλλά και οι πολλές ιδιωτικές ναυτικές σχολές (Μηχανικών και Ραδιοτηλεγραφητών ή η Σχολή Μηχανικών Ελευσίνας), που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα δήμων ή ιδιωτικών οργανισμών και φορέων ή ανήκαν εξ ολοκλήρου σε ιδιώτες (π.χ. σχολή Πειραϊκού Συνδέσμου, Προμηθεύς, Ήρων, Αρχιμήδης, Λαμιακή, Νηρεύς, Βαλλιάνειος, Βρανά, ΠΑΛΜΕΡ, Ευκλείδης, κ.ά.).

Μάνος Ρούδας
by
Ο Μάνος Ρούδας γεννήθηκε στον Πειραιά και είναι αριστούχος μηχανικός του Πολυτεχνείου της Ουαλίας. Κατέχει τίτλο ΜΒΑ από το Southern New Hampshire University των ΗΠΑ. Ασχολείται ενεργά με την ιστιοπλοΐα ανοικτής θαλάσσης από το 1996 μέχρι σήμερα, ως αθλητής και επαγγελματίας κυβερνήτης σε σκάφη αναψυχής κάθε είδους. Έχει επίσης εργαστεί ως σύμβουλος επιχειρήσεων και σε υψηλές θέσεις στο χώρο της ναυτιλίας και του yachting. Ασχολείται με τη ναυτική εκπαίδευση από το 2003, είναι κάτοχος διπλώματος προπονητή ιστιοπλοΐας και του διεθνούς διπλώματος Yachtmaster Instructor του RYA.
Previous Post Next Post