Η απόφασή µου να φύγω απ’ τη ζωή τούτη τη νύχτα είναι τελεσίδικη. Θυσίασα στους Θεούς, αποχαιρέτησα µε διακριτικό τρόπο τα παιδιά µου και κάποιους λίγους φίλους και είµαι έτοιµος. Στον λίγο χρόνο που µου αποµένει, καθώς πέφτει πια το σούρουπο, έρχονται στη µνήµη µου πρόσωπα, τόποι και γεγονότα που σφράγισαν τη ζωή µου. Επανέρχονται τώρα χωρίς ένταση και πάθος.
Σκέπτοµαι, µε πολύ σεβασµό και τρυφερότητα, τη µητέρα µου, τη γλυκιά Θρακιώτισσα Ευτέρπη. Παρ’ ότι υπήρξα ένας δύσκολος γιος, ανυπάκουος, απαιτητικός και πεισµατάρης, µε αντιµετώπιζε µε κατανόηση και αγάπη. Η Ευτέρπη ανησυχούσε για τη µόρφωσή µου, επειδή δεν ήταν Ατθίδα και ο νόµος δεν µου έδινε το δικαίωµα να φοιτώ στο Λύκειο και στην Ακαδηµία, όπως οι από δύο Αθηναίους γονείς συνοµήλικοί µου… Ο Νεοκλής, όµως, ο πατέρας µου, γόνος των Λυκοµιδών και µε κύρος στη µεγάλη Λεοντίδα φυλή, µου εξασφάλισε φοίτηση στο ονοµαστό γυµνάσιο Ηρακλέους, στο Κυνόσαργες. Και εκεί υπήρξα δύσκολος και εριστικός. Ήθελα πάντα να επιβάλλω τη γνώµη µου στους συνοµηλίκους µου και δηµιουργούσα συχνά ταραχές στο γυµνάσιο. Κάποτε ένας εκνευρισµένος δάσκαλος µου είπε: «ουδέν έσει, παί, συ µικρόν, αλλά µέγα, πάντως αγαθόν ή κακόν».
Θυµάµαι το σπίτι µας, κοντά στη θάλασσα, στον δήµο Φρεαρρίων. Ευγνωµονώ τους θεούς, που όρισαν να µεγαλώσω εκεί. Οι ευτυχέστερες ώρες της παιδικής µου ηλικίας ήταν όταν κολυµπούσα, όταν µάθαινα να λάµνω σε κάποιο ακάτιο κι όταν παρακολουθούσα πώς ναυπηγούνται τα πλοία. Όσο µεγάλωνα, µεγάλωνε και η έλξη της θάλασσας επάνω µου. Επιθυµούσα ο τόπος µου να κυριαρχεί στη θάλασσα. Αγανακτούσα όταν άκουγα ότι η Αίγινα είχε περισσότερα πλοία από εµάς και ότι τα εµπορικά µας πλεούµενα αντιµετώπιζαν κινδύνους απ’ τους πειρατές! Αναρωτιόµουν τί µας τύφλωνε και στοιβάζαµε τα πλοία µας στην άµµο του ανοικτού Φαληρικού Όρµου, έκθετα σε µια αιφνιδιαστική εχθρική επιδροµή ή σε έναν θυελλώδη νότο, τη στιγµή που οι Θεοί µας είχαν χαρίσει τρεις ασφαλείς όρµους, τον Κάνθαρο, τη Ζέα και τη Μουνιχία. Μεµφόµουν άλλωστε τους συµπατριώτες µου για πολλά. Ότι, ας πούµε, είχαν αφήσει την Αθήνα και τον Πειραιά χωρίς τείχη κι ακόµη γιατί µοιρολατρικά είχαν δεχθεί την υποδούλωση των αδερφών µας Ιώνων από τους Πέρσες. Με φλόγιζε, θυµάµαι, η προσµονή να ενηλικιωθώ, για να µπορώ να οµιλώ στην Εκκλησία του Δήµου. Έβλεπα ότι οι νόµοι του Σόλωνος και του Κλεισθένους είχαν περιορίσει αισθητά την πολιτική επιρροή των µεγάλων οικογενειών και ότι ένας επιδέξιος οµιλητής θα µπορούσε να περάσει στον δήµο τις απόψεις του. Γρήγορα έγινα µέλος µιας οµάδας γύρω απ’ τους ποιητές Αρισταγόρα και Φρύνιχο, µε προσανατολισµό αντιπερσικό. Θυµάµαι τί θόρυβο ξεσήκωσε ο Φρύνιχος διδάσκοντας τη «Μιλήτου άλωσιν».
Όλες αυτές οι µνήµες φέρνουν τελικά στον νου µου, τί άλλο, τη µεγάλη ναυµαχία στη Σαλαµίνα. Η ναυµαχία αυτή δεν ξεχνιέται. Και εγώ είχα αγωνιστεί πολύ για να αποβεί νικηφόρος. Όταν νικήσαµε στον Μαραθώνα, οι περισσότεροι Αθηναίοι, ακόµη κι ο Μιλτιάδης, απ’ ό,τι θυµάµαι, πίστεψαν ότι οι λογαριασµοί µας µε τους Πέρσες είχαν τελειώσει. Τί αφέλεια! Τί σφάλµα! Έβλεπα ότι οι Πέρσες θα ξανάρθουν µε στρατό τόσο πολυάριθµο, που πολύ δύσκολα θα τον αντιµετωπίζαµε. Θάπρεπε, κυρίως, να κρατήσουµε τη θάλασσα, γιατί χωρίς θαλάσσιο ανεφοδιασµό ένας µεγάλος στρατός θα είχε και µεγάλες δυσκολίες. Όµως αξιόλογο στόλο δεν είχαµε. Υπήρχαν – δεν υπήρχαν στην Αθήνα πενήντα πεντηκόντοροι. Και οι Πέρσες θα έρχονταν µε εκατοντάδες φοινικικές τριήρεις. Ήταν θέµα ύπαρξής µας η ναυπήγηση αρκετών τριήρεων. Χρειαζόταν, βέβαια, χρήµα. Και χρήµα για να εξοικονοµηθεί πρέπει να λειτουργεί το µυαλό. Περίσσευαν έσοδα απ’ τα λατοµεία του Λαυρίου κι ο Αριστείδης, δίκαιος µα απονήρευτος, πρότεινε στην Εκκλησία του Δήµου να τα µοιράσουµε στους φτωχότερους Αθηναίους. Μίλησα τότε µε πάθος στον δήµο και τους έπεισα ότι οι φτωχοί, αντί να λαµβάνουν ελεηµοσύνη τεµπελιάζοντας, θα µπορούσαν να εισπράττουν το ίδιο ποσό σαν µισθό, εργαζόµενοι για τη ναυπήγηση τριήρεων. Έτσι ξεκίνησε η ναυπήγηση και πιέστηκαν και οι ευκατάστατοι Αθηναίοι να συµβάλουν για τον ίδιο πατριωτικό σκοπό. Και ένιωσαν όλοι πολύ καλύτερα όταν διακόσιες αξιόµαχες τριήρεις είχαν ετοιµασθεί.
Έπρεπε όµως να αγωνισθώ σκληρά για να πείσω πολλούς άλλους ξεροκέφαλους των άλλων ελληνικών πόλεων ότι οι Πέρσες δεν θάρχονταν µόνον εναντίον των Αθηναίων αλλά όλων των Ελλήνων. Ευτυχώς είχα τη σθεναρή στήριξη πολλών αξιόλογων Ελλήνων, όπως ήταν, θυµάµαι, ο Τεγεάτης Χείλεος, ο Κείος Σιµωνίδης και άλλοι. Και κατορθώθηκε, στη συνάντησή µας στον Ισθµό, να συµφωνηθεί η «επί Μήδω ξυµµαχία» των Ελλήνων. Έτσι, όταν οι Πέρσες έφθασαν, ο Σπαρτιάτης φίλος µου Λεωνίδας στήθηκε µε τους γενναίους του βράχος στις Θερµοπύλες και ο στόλος των Ελλήνων, µε ναύαρχο τον Ευρυβιάδη, προσπάθησε να γίνει φραγή στην περσική ναυτική πληµµυρίδα, στο Αρτεµίσιο άκρο. Όµως η προδοσία έστειλε στον Άδη τον Λεωνίδα και τους υπερήφανους τριακόσιους του. Κι όταν µια γρήγορη τριακόντορος έφερε στο Αρτεµίσιο τα τραγικά νέα (τί πικρή µνήµη!), ο στόλος κίνησε κατά νοτιά, για το στενό της Σαλαµίνας…
Φέρνω στον νου µου τον αγώνα µου για να πείσω τους Αθηναίους ότι µε τα αµέτρητα
βάρβαρα στίφη που κατηφόριζαν απ’ τον βορρά, η πόλη µας, µε τα µισοχτισµένα τείχη
της, θα γινόταν πεδίο ολέθρου και θανάτου και ότι τα ξύλινα τείχη του Δελφικού Χρησµού
έπλεαν στη θάλασσα.
Τα κατάφερα τελικά µε την πολύτιµη βοήθεια των ιερέων. Και µετακινήσαµε τον πληθυσµό
στη Σαλαµίνα, στην Αίγινα και την Τροιζήνα.
Πίστευα ότι η ναυµαχία έπρεπε να γίνει στο στενό της Σαλαµίνας, όπου ο µεγάλος περσικός στόλος δεν µπορούσε να αναπτυχθεί. Οι στόλαρχοι όµως των Πελοποννησίων πρότειναν να µετακινηθούµε κοντύτερα στις δικές τους πόλεις, προς τον Ισθµό. Όπου, βέβαια, ο εχθρικός στόλος θα αναπτυσσόταν, θα µας κύκλωνε και, το πιθανότερο, θα µας νικούσε. Και τον µεν Ευρυβιάδη, κινδυνεύοντας να δεχθώ τη µαγκούρα του στο κεφάλι µου, τον έπεισα. Άλλοι όµως, και ιδίως ο Κορίνθιος Αδείµαντος, δεν ήθελαν να καταλάβουν. Στην απόγνωσή µου ο νους µου πήγε στον Όµηρο και τον πονηρό βασιλιά της Ιθάκης, που πάντα θαύµαζα. Η Τροία δεν έπεσε απ’ τη γενναιότητα του Αχιλλέα αλλά απ’ την πονηρία του Οδυσσέα! Πονηρία λοιπόν. Ο Σίκκινος, δάσκαλος των παιδιών µου, έµπιστός µου, έξυπνος και κάτοχος της περσικής γλώσσας, υποδύθηκε τον προδότη στον Ξέρξη, που, µετά τον Εφιάλτη, είχε πιστέψει πως οι προδότες αφθονούσαν στην Ελλάδα. Ο Σίκκινος τον έπεισε λοιπόν πως οι Έλληνες είχαν σκοπό να το σκάσουν κι ο Ξέρξης βιάστηκε να κλείσει µε τα άφθονα πλοία του το στενό της Σαλαµίνας από παντού. Υποχρεωτικά θα δίναµε τη µάχη εκεί που επιθυµούσα.
Και ήρθε µια µέρα του Βοηδροµιώνος και θάπρεπε την εποµένη να δώσουµε αυτήν την κρίσιµη µάχη. Θυµάµαι πως, µέσα στη σύνθλιψή µου απ’ την ευθύνη και την αγωνία, η ψυχή µου αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφύγει στις θεϊκές δυνάµεις και να ζητήσει συµπαράσταση. Αποµακρύνθηκα απ’ όλα και προσευχήθηκα µε θέρµη. Δεν ξέρω αν ήταν η Αθηνά ή ο Ποσειδώνας, ο Αιακός ή ο Τελαµώνας, ή κάποια άλλη υπερκόσµια δύναµη πάνω απ’ το κάθε τι, που στάλαξε στην ψυχή µου τη γαλήνη και την πίστη πως όλα θα πήγαιναν καλά…
Και ξηµέρωσε µια κόκκινη αυγή πάνω απ’ το στενό της Σαλαµίνας. Μίλησα στους άνδρες βάζοντας όλη µου την τέχνη. Συµφώνησα µε τον Ευρυβιάδη ότι οι τριήρεις µας, αφού κινητοποιηθούν και προχωρήσουν βραδέως σε τάξη µάχης, θ’ αρχίσουν κάποια στιγµή να λάµνουν ανάποδα. Η τακτική αυτή είχε πολλούς στόχους. Στα πληρώµατα του Ξέρξη δηµιουργήθηκε η εντύπωση ότι είχαµε φοβηθεί και υποχωρούσαµε. Και το πήραν επάνω τους και προχώρησαν, χαλαροί και χωρίς αυστηρή τήρηση της τάξης µάχης. Κι όπως προχωρούσαν, όλο και τους φέρναµε προς τη Σαλαµίνα, µακρύτερα απ’ τους τοξότες τους, που είχαν πληµµυρίσει την ακτή της Αττικής, κι όλο και σε πιο κλειστή θάλασσα. Κι όσο ο ήλιος ανέβαινε τόσο δυνάµωνε ο αέρας. Οι τοξότες τους που επέβαιναν στα κλυδωνιζόµενα πλοία, ήταν αδύνατο να στοχεύσουν.
Και ξάφνου είδαν τον στόλο µας να σταµατά. Σάλπιγγες ήχησαν βροντερές και µια ιαχή από χιλιάδες αγανακτισµένα λαρύγγια ξεχύθηκε και τους τρύπησε τ’ αυτιά και την ψυχή. Και είδαν τις τριήρεις µας να ορµούν µπροστά µε ταχύτητα και τάξη, και είδαν τα έµβολά µας να τους τσακίζουν πλευρά και πρύµνες και κουπιά. Και είδαν τους εµπειροπόλεµους οπλίτες-επιβάτες των τριήρεών µας να περνούν στα εµβολισµένα πλοία τους και, σε χρόνο αστραπή, να εξολοθρεύουν τους ανήµπορους να αµυνθούν τοξότες τους. Μου έρχεται τώρα στον νου πως καµάρωσα τον πρώτο εµβολισµό µιας φοινικικής τριήρους απ’ το πλοίο του Αµεινία, αδελφού του Κυναίγειρου και του Αισχύλου…
Κι άρχισε η συµφορά στον στόλο του Ξέρξη. Τριήρεις στριµωγµένες που εµβολίζονταν, που κινούνταν άτακτα και έπεφταν η µια πάνω στην άλλη, άνδρες που τα λαρύγγια τους στέγνωναν απ’ τον πανικό και παραδίδονταν σ’ εµάς µε τα πλοία τους, στόλαρχοι που παρατούσαν χωρίς ντροπή τη µάχη και κοίταζαν πώς να το σκάσουν. Δεν έβλεπαν µπροστά τους παρά µόνον ήττα και θάνατο.
Για µας ήταν ο θρίαµβος. Ο Αισχύλος και ο Φρύνιχος, διδάσκοντας τους «Πέρσες» και τις «Φοίνισσες», προσπάθησαν µε πολλή τέχνη να περιγράψουν τη µάχη. Όµως δεν είναι εύκολο να περιγράψεις µια µάχη που κάθε µικρή της λεπτοµέρεια θα µπορούσε να γεµίσει ένα µακρό ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο! Μου φέρνει η µνήµη χιλιάδες εικόνες. Τις περνώ γρήγορα και φτάνω στη νύχτα εκείνη, όταν όλα είχαν τελειώσει. Μέσα στο σκοτάδι και τα νικητήρια άσµατα και τους παιάνες έσπευσα να ξαναστείλω τα πιο µύχια της ύπαρξής µου στις θεϊκές δυνάµεις για ένα ατέλειωτο «ευχαριστώ». Και την ίδια ώρα διαλογίστηκα πάνω σ’ αυτό που πίστεψα ότι ήταν η ουσιαστική µας δύναµη: Εκείνη τη µέρα πολέµησαν οι βλαστοί των Ελλήνων µ’ ένα πολλαπλάσιο πλήθος βαρβάρων, οι Αθηναίοι βλέποντας απέναντι τις φωτιές της πυρποληµένης Ακρόπολης και οι άλλοι Έλληνες πιθανολογώντας την ίδια µοίρα για τις δικές τους πόλεις. Όλοι µέσα σε τριακόσια πλοία απέναντι σε τουλάχιστον επτακόσια εχθρικά. Όµως πριν απ’ τη µάχη έβλεπα στα καθαρά µάτια των νέων µας και στην ήρεµη σιγουριά των κινήσεών τους το απόλυτο αίσθηµα υπεροχής απέναντι στους πολλαπλάσιους βαρβάρους. Από πού αυτή η δύναµη; Σκεπτόµουν τον όρκο που έδιναν οι νέοι µας όταν παρελάµβαναν τα «όπλα τα ιερά». «Αµεινώ και υπέρ ιερών και υπέρ οσίων…την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω…και τοις θεσµοίς τοις ιδρυµένοις πείσοµαι». Αυτά τα νιάτα είχαν την ευγενική τους ψυχή ζυµωµένη µε αξίες, µε ιερά και όσια, χωρίς τα οποία η ζωή παύει να είναι ανθρώπινη, γίνεται αγελαία και ζωώδης. Γιατί πολεµούσαν οι ακατέργαστοι και κατά Όµηρο αφρήτορες και αθέµιστοι βάρβαροι; Μα για τη λεία, το χρυσό, την αφθονία αγαθών λαφυραγωγηµένων. Δεν µπορούσαν να κατανοήσουν «αγώνα ου περί χρηµάτων αλλά περί αρετής». Πώς να µην αισθάνονται υπεροχή οι νέοι µας;
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν φθόνος και τύχη κακή µ’ ανάγκασαν να ζήσω µε τους Πέρσες και να µάθω τη γλώσσα τους και το µυαλό τους, οι λογισµοί µου εκείνης της νύχτας ενισχύθηκαν. Έβλεπα την ευκολία, την αφθονία, τη µαλθακότητα και τη χλιδή να δίνουν, χωρίς άλλες αναζητήσεις, πληρότητα στο βίο των βαρβάρων. Και θυµόµουν τους καλογυµνασµένους νέους της Αθήνας να διδάσκονται απ’ τους σοφούς µας, µε προσοχή και υποµονή, όλα τα δύσκολα αλλά ωραία. Σκεπτόµουν τους Αθηναίους, ακόµη και τους πιο φτωχούς, να συρρέουν στα θέατρα, όπου οι τραγωδοί µας διδάσκουν τις γεµάτες ποίηση, συναίσθηµα και γνώση ζωής τραγωδίες τους, και τους γεροντότερους να πίνουν το κρασί τους µε µουσική και φιλοσοφικές συζητήσεις. Σκεφτόµουν ακόµη µε βαθύ σεβασµό την αξιοπρέπεια της αυστηρής ζωής των Λακεδαιµονίων, µε τον µέλανα ζωµό τους. Κι έβλεπα πως στην Περσία επιβιώνεις µα µόνο στην Ελλάδα ΖΕΙΣ! Πιστεύω πως κάποια µέρα το πνεύµα και η ψυχή των Ελλήνων θα καταλύσουν τούτο το πελώριο, απάνθρωπο βαρβαρικό συνοθύλευµα.
Πόσο θάθελα να επιστρέψω στην Αττική, εγκαταλείποντας τη νοσηρή περσική χλιδή! Όµως η επιστροφή µου θα σήµαινε ατιµωτικό θάνατο. Αναλογίζοµαι τη σκληρότητα του εξοστρακισµού µου, δέκα χρόνια µετά τη ναυµαχία της Σαλαµίνας. Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια όσο πιο πολύ βοηθούσα την πόλη (να βρω χρήµατα για την ανοικοδόµησή της, να την τειχίσω, ξεγελώντας τους Λακεδαιµονίους που δεν ήθελαν τείχη στην Αθήνα, να ενισχύσω περαιτέρω τον στόλο), τόσο ο φθόνος εις βάρος µου γινόταν πιο φαρµακερός. Με την ηρεµία που έχει η ψυχή µου τούτο το σούρουπο, αναγνωρίζω ότι ο φθόνος εύκολα δηλητηριάζει τις ανθρώπινες ψυχές και ότι δύσκολα η άµιλλα κρατιέται στα ευγενή της όρια. Κι εγώ ο ίδιος είχα φθονήσει τον νικητή Μιλτιάδη και το έλεγα φανερά: «ουκ εά µε καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον».
Η µεγάλη έχθρα µε τον Αριστείδη είχε µάλλον καταπραϋνθεί. Πριν απ’ τη ναυµαχία στη Σαλαµίνα ήρθε απ’ την εξορία του στην Αίγινα και µου ζήτησε, ξεχνώντας τον εξοστρακισµό του, να αγωνισθεί για την πατρίδα. Και, επικεφαλής ικανών τοξοτών κατέλαβε την Κυνοσούρα. Οι τοξότες αυτοί στοχεύοντας τους πηδιαλιούχους των εχθρικών τριήρεων, που έφευγαν µέσα στον πανικό, οδηγούσαν τα πλοία αυτά να συντριβούν στα βράχια. Κι ύστερα ο Αριστείδης, µε απόβαση στην Ψυττάλεια, εξολόθρευσε όλους τους Πέρσες που την είχαν καταλάβει. Φέρθηκε σαν γενναίος πατριώτης και κέρδισε τον σεβασµό µου. Εκείνοι που µε µισούσαν και βυσσοδοµούσαν εναντίον µου ήταν ο Κίµων και η αριστοκρατική παρέα του. Κι επειδή ο λαός ξεχνά, κατάφεραν να µε εξοστρακίσουν. Ακόµη και τώρα µε πονά η ανάµνηση αυτού του πολύ σκληρού καιρού µου. Οι Αργείοι, που τόσο τους είχα υποστηρίξει στη Σπάρτη, µου µήνυσαν µέσω Παυσανία, να φύγω από την πόλη τους. Πήγα τότε στην Κέρκυρα που την είχα προστατεύσει έναντι των Κορινθίων. Μου έδειξαν και εκεί πως ήµουν ανεπιθύµητος.
Πέρασα στην Ήπειρο, στον φίλο µου βασιλέα των Μολοσσών Άδµητο. Με δέχθηκε καλά κι ήρθαν εκεί και τα παιδιά µου. Ήρθαν όµως και απεσταλµένοι της Αθήνας και της Σπάρτης για να βρουν τρόπο να µε φονεύσουν. Περάσαµε τότε δύσβατα δάση κι επικίνδυνα όρη για να βρεθούµε στη Μακεδονία. Κι εκεί ένοιωθα κυνηγηµένος και ανασφαλής. Στην Πύδνα βρήκα πλοίο για την Έφεσο. Ο Αρταξέρξης µε είχε επικηρύξει αντί διακοσίων ταλάντων. Ποιός, αν µε αναγνώριζε, δεν θάθελε να µε σκοτώσει για να γίνει πλούσιος! Με πολλούς κινδύνους και δυσκολίες κατάφερα να φθάσω στη Μυσία, στον φίλο µου Νικογένη. Από αυτόν έµαθα ότι ο Αρταξέρξης µπορούσε να ακυρώσει την επικήρυξη αν έµπαινα στην υπηρεσία του. Δεν είχα άλλη λύση. Μετά από δύσκολο ταξίδι πέρασα τις Σάρδεις και έφτασα στα Σούσα. Ο Αρταξέρξης µε δέχθηκε µε χαµόγελα. Βέβαια είχε τα σχέδιά του, που θα µπορούσα να τα εξυπηρετήσω εγώ, ο Αθηναίος ναύαρχος. Με όρισε σατράπη της Μαγνησίας και µου πρόσφερε εισοδήµατα που κι ο πιο πλούσιος Αθηναίος δεν θα µπορούσε να τα ονειρευθεί. Για ένα διάστηµα τον Αρταξέρξη τον απασχολούσε η καταστολή της αποστασίας της Βακτριανής. Εκεί δεν µε χρειαζόταν. Όµως τώρα ήρθε η σειρά της αποστασίας των Αιγυπτίων. Μου ζητά να κινηθώ εναντίον τους, ως αρχηγός ενός πολύ µεγάλου στόλου. Και ποιός δεν θα ονειρευόταν να είναι ναύαρχος ενός τέτοιου στόλου! Όµως γνωρίζω ότι µε τους Αιγυπτίους θα συµπαραταχθεί ο στόλος των Αθηναίων, µ’ επικεφαλής τον Κίµωνα. Και ο Θεµιστοκλής δεν χτυπά άνδρες Αθηναίους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Υπέστη την ατίµωση να φιγουράρει σαν σατράπης της Περσίας! Όχι άλλη ατίµωση.
Πήρα λοιπόν ήρεµα και σταθερά την απόφασή µου: απόψε θα ταξιδέψω απ’ το βασίλειο του Αρταξέρξη στο βασίλειο του Πλούτωνα. Η κύλικα είναι γεµάτη από ένα αποτελεσµατικό, ανατολίτικο δηλητήριο. Κι η νύχτα έχει πέσει ήδη. Θα πιώ όλο αυτό το δηλητήριο και θα πάω να κατακλιθώ. Το πρωί θα βρουν τον νεκρό µου και θα πιστέψουν ότι η καρδιά µου, κουρασµένη ύστερα από εξήντα πέντε χρόνων περιπέτειες, έπαψε να πάλλει. Θα έχω µια ταφή µε τιµές, όµως σε ξένη γη. Ελπίζω τα παιδιά µου, που γνωρίζουν τις επιθυµίες µου, κάποια µέρα να µεταφέρουν τα οστά µου και να τα ενταφιάσουν στον Πειραιά, δίπλα στη θάλασσα που τόσο αγάπησα…