Μιλάει και νοµίζεις ότι ακούς τη θάλασσα. Τον παρατηρείς και καταλαβαίνεις ότι και ο χαρακτήρας του είναι σαν τη θάλασσα. Από τη θανατηφόρα ηρεµία, από τη µπουνάτσα, µπορεί να περάσει στον άγριο κυµατισµό. Από µικρό παιδί έδεσε τη ζωή του µε το υγρό στοιχείο, η θάλασσα έγινε η επίσηµή του αγαπηµένη και, εάν που και που… ξενοκοιτάζει λίγο τις χιονισµένες πίστες των βουνών, πάντα σε αυτήν επιστρέφει. Ολυµπιονίκης, παγκόσµιος πρωταθλητής, εραστής της ανοικτής θάλασσας, ο Δηµήτρης Δεληγιάννης, ο “Μπούκης” για την ελληνική ιστιοπλοΐα, µυήθηκε στην τέχνη του αρµενίσµατος σε ηλικία οκτώ ετών και από τότε µέχρι σήµερα δεν έπαψε να ακούει στα αυτιά του την, κατά τον Καβάφη, κρυφή φωνή της θάλασσας.
«Ξεκίνησα σε µικρή ηλικία. Ήµουν οκτώ ετών και για τη δικιά µου τη γενιά αυτή ήταν πολύ µικρή ηλικία. Βρέθηκα στη θάλασσα από τυχαίο γεγονός. Η οικογένειά µου έµενε στον Άλιµο και τότε ιδρύθηκε το ιστιοπλοϊκό τµήµα του Ναυτικού Οµίλου Καλαµακίου. Είµαι ο πρώτος αθλητής του. Έχω αριθµό µητρώου 1 και ξεκίνησα να κάνω µόνος µου», µας λέει και γυρίζει σιγά σιγά το ρολόι του χρόνου πίσω. Τότε που ως παιδί τσαλαβουτούσε µε το σκαφάκι του σε µια περιοχή που δεν κυριαρχούσε, όπως σήµερα το µπετόν και τα παιδιά περνούσαν ώρες ατελείωτες µέσα στο υγρό στοιχείο.
Ο Δηµήτρης Δεληγιάννης, όµως, µπορεί να βρέθηκε τυχαία στη θάλασσα αλλά η οικογένειά του τού είχε εµφυσήσει την αγάπη γι΄ αυτήν. «Οι γονείς µου έκαναν ιστιοπλοΐα στον Πανελλήνιο Όµιλο Ιστιοπλοΐας Ανοικτής Θαλάσσης. Έφτασα µέχρι ένα επίπεδο τρέχοντας µε Optimist και µετά δεν µπορούσα να µείνω στον ΝΟΚ γιατί δεν είχε άλλα σκάφη. Τότε, είχε µόνο Optimist. Αναγκαστικά πήγα στο Μικρολίµανο, όπου εκείνη την εποχή αποτελούσε κέντρο της ιστιοπλοΐας. Ξεκίνησα στον Ναυτικό Όµιλο Ελλάδος. Είχα την τύχη να τρέξω µε τον Γιώργο Ανδρεάδη σε ολυµπιακή κατηγορία (Soling), και λέω ότι είχα την τύχη γιατί, εκτός από τις γνώσεις που πήρα από αυτόν, τρέξαµε σε πολλούς αγώνες στο εξωτερικό, που για την εποχή εκείνη αυτό δεν ήταν εύκολο. Πριν αγωνιστώ µε τον Ανδρεάδη είχα τρέξει 420 και 470 όπου είχα διακριθεί σε πανελλήνιο επίπεδο».
Μιλάει και οι λέξεις βγαίνουν από το στόµα του σαν τα κύµατα. Δεν ξέρεις τι θα φέρει το επόµενο κύµα. Μοναδική επιλογή να αφεθείς στα λόγια του και να ταξιδέψεις σε εκείνες τις εποχές που µπήκαν γερά θεµέλια για να χτιστεί το σηµερινό ελληνικό οικοδόµηµα διακρίσεων στο άθληµα. «Μετά έγινε µία µεγάλη αλλαγή στην ιστιοπλοϊκή µου καριέρα. Σε αυτή την αλλαγή οφείλω ότι έκανα και στη µετέπειτα πορεία µου. Έτρεξα µε τον Τάσο Μπουντούρη. Τρέξαµε 25 χρόνια µαζί», µας λέει και όταν το ρωτάµε πως δύο τόσο δυναµικοί χαρακτήρες ταίριαξαν, µας απαντάει: «Τα πηγαίναµε πάρα πολύ καλά. Ήµασταν – και είµαστε παρόλο που τώρα δεν έχουµε καθηµερινή επαφή – σαν αδέλφια. Ζούσαµε µαζί. Ο τρίτος του πληρώµατος είχε αλλάξει ούτε εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Πήγαµε σε τρεις ολυµπιακές διοργανώσεις. Κερδίσαµε παγκόσµια, ευρωπαϊκό… Γενικά είχαµε µία πολύ καλή πορεία. Αλλά εγώ λέω ότι µε σηµάδεψε αυτά τα χρόνια γιατί πήρα ένα µέρος των γνώσεων και της εµπειρίας του Τάσου. Υπάρχουν µερικά πράγµατα που είναι επίκτητα και κάποια που είναι έµφυτα. Ο Τάσος ήταν γεννηµένος για ιστιοπλόος. Όπως ο άλλος είναι ψηλός και είναι γεννηµένος για να παίζει µπάσκετ ή όπως άλλος έχει γερά πόδια για να παίζει ποδόσφαιρο, έτσι ο Τάσος ήταν ιδανικός για να κάνει ιστιοπλοΐα. Ε, λοιπόν εγώ παίρνοντας ένα µέρος από τις γνώσεις, τις εµπειρίες και τις ιδιαιτερότητες του Τάσου κατάφερα να πρωταγωνιστώ µέχρι και σήµερα. Γι΄ αυτό λέω ότι σε αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τα πάντα. Ήταν για εµένα ένα σχολείο. Κι ο Τάσος δεν ήταν µόνο ο άνθρωπος που είχε ιστιοπλοϊκές γνώσεις. Χωρίς να έχει µορφωθεί, χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ, το σχολείο, π.χ., το έβγαλε µε το ζόρι. Παρόλα αυτά, ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να διακριθεί όχι µόνο σε αγωνιστικό, αλλά και σε διοικητικό επίπεδο. Ως πρόεδρος των Συλλόγου Ολυµπιονικών είχε πετύχει τα πάντα για τον σύλλογο. Ότι προνόµια πήρε ο Σύλλογος για τα µέλη του, όλα αυτά διεκδικήθηκαν και κερδήθηκαν από τον Τάσο. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι ο Τάσος έχαιρε εκτιµήσεως σε διεθνές επίπεδο».
Εσένα η σχέση µου µε το σχολείο, ποια ήταν;
(Χαµογελάει). «Δεν διάβαζα ιδιαίτερα παρότι τελείωσα ένα δύσκολο σχολείο, τη Λεόντειο Σχολή, µε έναν ικανοποιητικό βαθµό. Κατάφερα να µπω στο Πολυτεχνείο µε ένα µπόνους που είχα από τον αθλητισµό. Φοίτησα αλλά δεν πήρα πτυχίο γιατί δε µε ενδιέφερε, είχα πάει στους Ολυµπιακούς του 1984 και ήµουν Ολυµπιονίκης. Είχαµε διεθνείς επιτυχίες, παγκόσµια, ευρωπαϊκά, ήµουν µέσα στη δόξα, είχα ξεκινήσει και τη δουλειά µου, απ΄ όπου έβγαζα κάποια χρήµατα, και, κακώς, δεν πήγα να πάρω το πτυχίο. Τις γνώσεις που ήθελα για τη µηχανολογία τις πήρα από τα χρόνια της φοίτηση. Με βοήθησαν πολύ στην ιστιοπλοΐα».
Η σχέση του µε την ανοικτή θάλασσα
Το χρυσό µετάλλιο στο παγκόσµιο πρωτάθληµα, στα soling, άνοιξε έναν νέο κύκλο στη ζωή του ολυµπιονίκη. Αυτό έγινε το 1993, χρονιά όπου ολοκλήρωσε την καριέρα του στο τρίγωνο και µαζί µε αυτή τη συνεργασία µε τον Τάσο Μπουντούρη. «Αποφασίσαµε ότι δεν είχε νόηµα να συνεχίσουµε στο soling. Τα είχαµε κάνει όλα: συµµετοχές σε τρεις ολυµπιακές διοργανώσεις, διακρίσεις σε παγκόσµια και ευρωπαϊκά, οπότε λες ας φύγω µε το κεφάλι ψηλά. Ο Τάσος συνέχισε στα STAR όπου δε µπορούσα να τον ακολουθήσω λόγω σωµατικών προσόντων. Το Σταρ θέλει βαρύ πλήρωµα. Έτσι άρχισα εγώ να ασχολούµαι µε την ανοικτή θάλασσα. Εντάχθηκα στην οµάδα “Ωκύαλος” µε αρχηγό τον Γιώργο Έρτσο, ο οποίος ήταν και είναι ένας από τους καλύτερους ιστιοπλόους ανοικτής θαλάσσης στην Ελλάδα. Έτσι, πήρα γρήγορα τις γνώσεις διότι µπήκα σε µία οµάδα που ήδη, έτρεχε στο εξωτερικό και κέρδιζε. Κάποια στιγµή αποφάσισα ότι θέλω να κάνω µία δική µου οµάδα. Ήταν το 2006. Ξεκίνησα να φτιάχνω την οµάδα. Αποφάσισα ότι για να το κάνει κάποιος αυτό, δεν µπορεί να το κάνει µόνος του, εκτός κι αν είσαι πλούσιος. Εγώ πλούσιος δεν ήµουν. Έπρεπε να βρω έναν άλλο άνθρωπο, ο οποίος θα µπορούσε να µε βοηθήσει. Δηλαδή εγώ να κοιτάξω για να εξασφαλίσω κάποια πράγµατα αγωνιστικά και έξω αγωνιστικά (οικονοµικά), και να υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος που θα µπορούσε να µε βοηθήσει στην οργάνωση της οµάδας, να γίνει, δηλαδή, το δεξί µου χέρι και όπως ο Τάσος µετάδωσε σε εµένα τις γνώσεις του, να µπορέσω να µεταδώσω και εγώ αυτά που ήξερα σε κάποιον άλλον που θα ήταν µαζί µου και θα κάναµε ένα δυνατό δίδυµο. Από τα χρόνια στην “Ωκύαλος” είχα γνωρίσει τον Σίµο Καµπουρίδη, µε τον οποίο ταιριάξαµε, παρόλο που οι χαρακτήρες µας δε µοιάζουν. Στην αρχή ξεκινήσαµε δειλά δειλά νοικιάζοντας ένα σκάφος, µετά αποκτήσαµε δικό µας, µετά µεγαλώσαµε, και φτάσαµε µέχρι εδώ. Το θεωρώ µεγάλη επιτυχία, διότι δεν υπήρχαν χρήµατα. Στο παρελθόν υπήρχαν οµάδες µε τις οποίες είχα τρέξει µε όλες – και µε τον Πέτρο τον Γουλανδρή, και µε τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και, κυρίως, µε τον Γιάννη Κωστόπουλο-, που είχαν διακριθεί στο εξωτερικό. Αυτές όµως ήταν οµάδες που υπήρχε µπάτζετ. Εµείς φτιάξαµε οµάδα µε τα… ψέµατα. Καταφέραµε να πάµε σε ευρωπαϊκά, κερδίσαµε την κατηγορία “Κορίνθιανς” σε ένα ευρωπαϊκό, είχαµε πολλές συµµετοχές στο εξωτερικό, το οποίο δεν είναι και εύκολο να το πετύχεις όταν δεν υπάρχουν τα χρήµατα. Θα ήθελα να πω ότι ως αθλητής είµαι από τους πολύ τυχερούς διότι έχω κάνει έναν πλήρη κύκλο».
Τι σηµαίνει για εσένα “πλήρης κύκλος”;
«Ξεκίνησα, έτρεξα σε ολυµπιακές κατηγορίες, διακρίθηκα, πήγα στην ανοικτή θάλασσα. Διακρίθηκα και ο κύκλος µου κλείνει – αυτό δε σηµαίνει ότι σταµατάω την ιστιοπλοΐα – διότι θεωρώ ότι κατάφερα να δώσω µια συνέχεια. Διότι µέσω του Σίµου και της οµάδας “Bullet” δηµιούργησα κάτι που θα συνεχίσει. Θα είµαι και εγώ πίσω, και θα συνεχίσει. Αυτό µου δίνει µεγάλη χαρά. Έτσι, υπάρχει µία συνέχεια. Ο Τάσος Μπουντούρης είχε εµένα ως συνέχεια. Εγώ θα έχω τον Σίµο… Και αυτό µε χαροποιεί πάρα πολύ. Γι΄ αυτό λέω ότι ολοκλήρωσα τον κύκλο µου ως αθλητής».
Ποια θεωρείς µεγαλύτερή σου επιτυχία;
«Σαφώς η µεγαλύτερή µας επιτυχία, και εµένα και του Τάσου, ήταν το χρυσό µετάλλιο, το 1993, στο παγκόσµιο πρωτάθληµα. Ήµασταν οι πρώτοι που κέρδισαν χρυσό σε παγκόσµιο πρωτάθληµα. Σε ότι αφορά τον βαθµό δυσκολίας, όλοι οι αγώνες είναι δύσκολοι. Απλώς υπάρχουν αγώνες που σε ευνοεί η τύχη και αγώνες που δε σε ευνοεί. Σε αυτόν τον αγώνα η τύχη έδειχνε ότι µας ευνοούσε. Βέβαια, µας το χρώσταγε διότι πριν από µερικά χρόνια είχαµε έρθει δεύτεροι, οπότε φαινόταν ότι… πλησίαζε».
Υπάρχει άλλος αγώνας που να έχει µείνει στη µνήµη σου;
«Ένας άλλος αγώνας που µου έχει µείνει στη µνήµη ήταν το 1984, στους Ολυµπιακούς του Los Antzeles. Μάλιστα, µε ‘πονάει’. Μέχρι την 5η ιστιοδροµία ήµασταν πρώτοι στη γενική βαθµολογία. Παρόλο που δεν αρρωσταίνω εύκολα, έτυχε να πάθω µονοπυρήνωση µε πήγαν στο νοσοκοµείο. Ήταν άλλες εποχές, δεν υπήρχε µεγάλη οργάνωση µε αναπληρωµατικούς κλπ και, τελικά, ο Τάσος έτρεξε όπως όπως µε τον Άλφη Γεωργιάδη, που δεν είχε µπει ποτέ σε Soling. Έτρεξε στις δύο τελευταίες κούρσες. Σε αυτόν τον αγώνα, εάν συνεχίζαµε όπως ήµασταν, δεν χανόταν µε τίποτα το µετάλλιο. Δυστυχώς όµως από την πρώτη βρεθήκαµε στην 6η θέση».
Από την ανοικτή θάλασσα;
«Δε θα ξεχάσω έναν αγώνα στη Σαρδηνία όπου έτρεχα µε τον Πέτρο Γουλανδρή όπου είχε πρωτόγνωρες καιρικές συνθήκες και κινδυνέψαµε. Σε εκείνο τον αγώνα πνίγηκε όλο το πλήρωµα ενός σκάφους, του “Άριετ”. Κι από τότε άλλαξαν και κάποιοι κανονισµοί στην ανοικτή θάλασσα και στους αγώνες».
Πως βλέπεις την ελληνική ιστιοπλοΐα, στο τρίγωνο και στην ανοικτή θάλασσα;
«Οι ολυµπιακές κατηγορίες έχουν πάρει τον δρόµο τους. Θα υπάρχουν σκαµπανεβάσµατα, τα οποία εξαρτώνται από τη διάθεση της Πολιτείας, και πότε θα εµφανιστεί κάποιο ταλέντο, γιατί ταλέντα δεν βγαίνουν συνέχεια. Έχεις ένα ταλέντο, τραβάει όλη την κλάση, κι έρχεται ένα µετάλλιο. Νοµίζω όµως ότι το τρίγωνο έχει πάρει τον δρόµο του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Σε ότι αφορά την ανοικτή θάλασσα, όταν ξεκίνησα εγώ, µάλλον την εποχή της δικιάς µου γενιάς, περνούσε από ένα µεταβατικό στάδιο. Από εκεί που µέχρι τότε η ιστιοπλοΐα της ανοικτής θάλασσας ήταν ένα πιο ερασιτεχνικό άθληµα άρχισαν να µπαίνουν οµάδες µαθηµένες από την ιστιοπλοΐα ολυµπιακών κατηγοριών και ξαφνικά ανέβηκε απότοµα επίπεδο. Θεωρώ ότι τώρα περνάµε στο επόµενο στάδιο. Δηλαδή η παλιά γενιά τώρα είµαι εγώ – και η δικιά µου η γενιά- και η καινούρια γενιά είναι όλα αυτά τα παιδιά που έρχονται από τις ολυµπιακές κατηγορίες. Αυτά τα παιδιά είµαι βέβαιος ότι σε µερικά χρόνια δε θα µπορώ να τα φτάσω. Λόγω ηλικίας, λόγω υποχρεώσεων, λόγω φυσικής κατάστασης κλπ. Είναι λογικό αυτό. Τα τελευταία χρόνια στην ανοικτή θάλασσα η κατάσταση ήταν… στάσιµη. Φαίνεται και από τα αποτελέσµατα… Το Ράλλυ Αιγαίου είναι ο κορυφαίος αγώνας ανοικτής θάλασσας κι όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να το κερδίζει πέντε χρόνια, δείχνει ότι η κατάσταση είναι στάσιµη. Τώρα πιστεύω ότι µε τα νέα αυτά παιδιά που µπήκαν στην ιστιοπλοΐα ανοικτής θαλάσσης µπαίνουµε σε µία νέα εποχή. Κι αυτό θα φανεί και στα αποτελέσµατα. Η ελληνική ιστιοπλοΐα ανοικτής θάλασσας βλέπω ότι θα αλλάξει επίπεδο».
«Έκανα το χόµπι µου επάγγελµα»
Το γραφείο του Δηµήτρη Δεληγιάννη «στολίζουν» τρόπαια, µινιατούρες από γρήγορα αυτοκίνητα και, γενικά, αντικείµενα που παραπέµπουν σε αθλητισµό. «Από πολύ µικρός, χάρη και στην προτροπή των γονιών µου, έκανα πολλά αθλήµατα. Θα µπορούσα αντί για την ιστιοπλοΐα να είχα κάνει πρωταθλητισµό στο σκι. Είχα τρέξει και σε αγώνες σκι, όπως και σε αγώνες αυτοκινήτων. Στην ιστιοπλοΐα έχω δοθεί. Συνεχίζω όµως να κάνω σκι, συνεχίζω κι έχω την τρέλα µε τ΄ αυτοκίνητα, αλλά σαφώς τη ζωή µου σηµάδεψε η ιστιοπλοΐα. Είχα την τύχη να ασχοληθώ µε µία δουλειά που είναι πολύ σχετική µε το αντικείµενο, δηλαδή µε τη θάλασσα. Ασχολούµαι µε το γιότινγκ, είµαι µέτοχος σε µία εταιρεία που ασχολείται µε ναυλώσεις επανδρωµένων γιοτ, µε αγορές – πωλήσεις και µε διαχείριση – management τέτοιων σκαφών. Είµαστε η µεγαλύτερη εταιρεία στον χώρο στην Ελλάδα. Είχα την τύχη η δουλειά µου να σχετίζεται µε την τρέλα µου και µε το χόµπι µου που είναι η θάλασσα».
Πιστεύεις ότι πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές στον χώρο της ιστιοπλοΐας για να πάει το άθληµα ένα βήµα µπροστά;
«Αυτό που θα πω δεν ισχύει µόνο για την ιστιοπλοΐα αλλά γενικά. Όπως εγώ αποδέχοµαι ότι πρέπει να µπει η καινούρια γενιά κι ας ξέρω ότι θα πάψω να πρωταγωνιστώ, πρέπει και διοικητικά να γίνουν αλλαγές µε ανθρώπους της νέας γενιάς να έρθουν νέες ιδέες. Φυσικά δεν εννοώ ότι πρέπει οι παλαιότεροι να αποσυρθούν. Δεν πρέπει και δεν είναι σωστό να αποσυρθούν. Ούτε εγώ δε θα αποσυρθώ. Απλώς θα έχω έναν συµβουλευτικό ρόλο και θα βοηθήσω σε αυτό που δε µπορούν να κάνουν οι άλλοι».
Μία φωτογραφία ενός γρήγορου µηχανοκίνητου σκάφους που υπάρχει στην οθόνη του υπολογιστή του ολυµπιονίκη, µας προκαλεί για ερώτηση. «Η τρέλα µου η µεγάλη είναι η ταχύτητα µέσα και έξω από τη θάλασσα. Εδώ και κάποια χρόνια αυτή η τρέλα έγινε γνώση. Σε συνεργασία µε την Technohull και τον Δηµήτρη Πετράτο καταφέραµε να εξελίξουµε ένα σκάφος, το οποίο αναπτύσσει ταχύτητα περισσότερα από 115 µίλια την ώρα, είναι ίσως το πιο γρήγορο στον κόσµο και έχω τη χαρά να είµαι ιδιοκτήτης του».
Ταχύτητα και ιστιοπλοΐα. Δύο λέξεις εκ διαµέτρου αντίθετες…
«Δεν έχω πάει ποτέ κρουαζιέρα µε ιστιοπλοϊκό. Σε ότι έχει άµιλλα έχω υποµονή. Μου αρέσει ο συναγωνισµός γι΄ αυτό έχω υποµονή».
Το γράψαµε. Ο Δηµήτρης Δεληγιάννης είναι σαν τη θάλασσα. Δεν ξέρεις ποτέ τι σου επιφυλάσσει…