Ελπίζω να µην έχετε βρεθεί ποτέ στη δυσάρεστη θέση να ρωτήσετε έναν έµπειρο ιστιοπλόο κατά τη διάρκεια µιας πλεύσης µε πανιά «τί ώρα θα φτάσουµε;». Η απάντηση είναι συνήθως αποστοµωτική: «δεν θα ρωτάς ποτέ» και σίγουρα – συµπεριλαµβανοµένων και οποιωνδήποτε δεισιδαιµονιών –
είναι πέρα για πέρα ειλικρινής καθώς ο χρόνος εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την θάλασσα, τον καιρό και τους ανέµους.
Είτε λοιπόν είναι κανείς λάτρης της ταχύτητας είτε της χαλαρότητας, το σίγουρο είναι πως σε κάθε επιλογή ταξιδιού µε ιστιοπλοϊκό σηµασία έχει αναµφίβολα και το ταξίδι. Η γνωστή κατά τ΄ άλλα αυτή καβαφική αντίληψη βασίζεται εξολοκλήρου σε µία και µόνο πεποίθηση: πως στη θάλασσα το απόλυτο δεν έχει θέση. Και παρα την εξέλιξη της µηχανικής ας µην ξεχνάµε πως κάποτε, στα χρόνια του Οµήρου ή του Κολόµβου, το ταξίδι µε πανιά και κουπιά ήταν ο µόνος τρόπος µεταφοράς στη θάλασσα.
Το πρώτο θαλασσινό ταξίδι περιέγραψε µε πλήθος λεπτοµερειών ο Όµηρος, ο τυφλός ποιητής της αρχαιότητας ο οποίος ανάµεσα στα αναρίθµητα κληροδοτήµατα που άφησε κληρονοµιά σχετικά µε τις περιπέτειες του ήρωα, κατάφερε και κάτι άλλο: µέσα απο την πάλη του φυσικού µε το µυθικό, εµπλέκοντας θεούς και ανθρώπους και µέσα απο συνεχείς µεταµορφώσεις και συµβολισµούς, κατάφερε τελικά να ψυχογραφεί στο ακέραιο τον άνθρωπο, τον Έλληνα, απόλυτα συνδεδεµένο µε το υγρό στοιχείο και την µεταβλητότητά του.
Η θάλασσα του Οµήρου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, βουτηγµένος στα πάθη και τις εναλλαγές του, άλλοτε γαλήνιος και απολαυστικός και άλλοτε ωκεανός ορµητικός και επικίνδυνος. Η θάλασσα του Οµήρου συµβολίζει το αβέβαιο και ισορροπεί πάνω σε ένα παράδοξο δίπολο: αποτελεί ταυτόχρονα το σύµβολο της σωτηρίας και της τιµωρίας, τον δρόµο της Αρετής και της Κακίας µε µόνο σκοπό να αναδείξει τελικά τον άνθρωπο. Είναι η ίδια θάλασσα του Καρκαβίτσα που «ό,τι θέλει το παίρνει», η αινιγµατική και χιλιοπρόσωπη, η ελκυστική και µπαµπέσικη που όσο κι αν την καλοπιάνεις η αστάθειά της «δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος» καθώς η ευκολία διολίσθησης της λογικής λόγω του φυσικού κάλους και η πλάνη είναι κατεξοχήν θαλασσινά στοιχεία. Θυµίζει πιο πολύ τις Σειρήνες του Οδυσσέα, την απαραίτητη δοκιµασία που πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να περάσει και αν δεν παρασυρθεί να συναντήσει τελικά στον προορισµό του.
Η θάλασσα σύµβολο της ελευθερίας, της ελπίδας και της δικαιοσύνης, άλλοτε βωµός τιµωρίας και άλλοτε έπαθλο, πηγή εσόδων ή αίτιο φτώχιας συνδέει πάντα αντιθέσεις µέσα στην απεραντοσύνη της. Χιλιοτραγουδισµένη, οικεία και ταυτόχρονα ανεξερεύνητη αποτελεί χωρίς αµφιβολία στοιχείο αµιγώς ελληνικό. Απο το ταξίδι και τον νόστο του Οδυσσέα ως το «θάλαττα – θάλαττα» του Ξενοφώντα παλεύει ανάµεσα στη σωτηρία ή την καταστροφή και είναι µόνο αδύνατον να µην την λατρέψει κανείς. Με ασφαλώς ανθρώπινα χαρακτηριστικά το µόνο που χρειάζεται είναι να την διαβάσεις.
Σύµβολο εξαιρετικής οµορφιάς η θάλασσα σηµατοδοτεί παράλληλα νέες εµπειρίες, νέα ανοίγµατα και προορισµούς. Μεταφέρει το µήνυµα της καινοτοµίας και επιβάλλει ανοιχτό πνεύµα γεµάτο περιέργεια, προκλήσεις και υψηλά φρονήµατα. Όσο η θάλασσα αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά τα σκάφη γίνονται εκλάµψεις της λογικής, η επιβολή του νου πάνω στην αβεβαιότητα, το µέσον για την επίτευξη του στόχου που η µοίρα του είναι άµεσα συνυφασµένη µε την πορεία του. Γνήσια ελληνική τραγωδία που η κάθαρση είναι αναπόφευκτη όπως και η νίκη του καλού απέναντι στο κακό και προϋποθέτει απόλαυση αλλά και αντίσταση στην απάτη των αισθήσεων.
Για όλες τις παραπάνω οµοιότητες η θάλασσα θα είναι πάντα σηµαντικός πυλώνας στην εξέλιξη του ανθρώπου και σηµάδι πολιτισµού. Η προσπάθεια κατάκτησης της δεν σταµατά ποτέ µε έναν τρόπο ολοένα και πιο ελκυστικό για να καταλήξουµε σε ένα τελικά συµπέρασµα: πως η επιτυχία χρειάζεται ρίσκο και το ταξίδι χρόνο. Και έτσι απλά για την ιστορία ας θυµηθούµε πως η Οδύσσεια των σχολικών µας ετών διαρκεί µόνο 41 ηµέρες. Αν όµως ρωτούσαµε τον Όµηρο πόσες ηµέρες χρειάζεται για αυτό του το «ταξίδι», τότε µάλλον …δεν θα απαντούσε.