Το πρωί ο αέρας έχει πραγµατικά δυναµώσει. Καλού – κακού ανεβάζω µικρό φλόκο και µουδάρω τη µαΐστρα. Ξεκινάµε 9:30 π.µ. µε προορισµό Ερµούπολη. Γρήγορα φθάνουµε στον κάβο Αγ. Ελένη, ακριβώς απέναντι απ’ τον Τσεσµέ. Ύστερα, µε πορεία νοτιοδυτική, ακολουθούµε την ακτή της Χίου. Ο αέρας αρκετά δυνατός αλλά η θάλασσα χωρίς µεγάλο κύµα. Φθάνουµε τους 7 κόµβους. Κάποια στιγµή µας προφθαίνει κι έρχεται πολύ κοντά µας ένα µηχανοκίνητο σκάφος µε τουρκική σηµαία. Είναι προφανώς µια τουρκική οικογένεια, γιατί διακρίνουµε δύο ενήλικες και δύο παιδιά, που όλοι µας χαιρετούν, κουνώντας µε ζέση τα χέρια. Αναταποδίδουµε τον χαιρετισµό τους κι αποµακρύνονται. Σκέπτοµαι πόσο ανθρώπινη είναι η ανάγκη επαφής ανάµεσα στους λαούς, που, όµως, τους χωρίζουν και τους ρηµάζουν συχνά οι πόλεµοι. Φαίνονται πολλά και διάφορα τα αίτια των πολέµων, στο βάθος όµως όλων αυτών των αιτίων βρίσκεται η ανθρώπινη απληστία.
Μετά τα Γριδιά, στον όρµο της Καλαµωτής, όπου και ο πανάρχαιος Εµποριός, η θάλασσα ηµερεύει ακόµη πιο πολύ. Η ακτή της Μικρασίας απέναντι υποχωρεί προς τα νοτιοανατολικά. Κάπου εκεί βρισκόταν η αρχαία Τέως, που ο ερωτικός ποιητής της Ανακρέων ανήκε στις ποιητικές συµπάθειες του Βύρωνα.
Μόλις περνούµε ανάµεσα στον κάβο Μάστιχο και στον βράχο Βενέτικο, ο βοριάς δείχνει τα δόντια του. Ανεβαίνει αµέσως στα 38 µίλια την ώρα και το κύµα µεγαλώνει πολύ. Κάνω στην αρχή διάφορες διασκεδαστικές σκέψεις, περιµένοντας να δώ που θα το πάει ο καιρός. Λέω:
Ο Αίολος άνοιξε τον ασκό του και στέλνει τον άνεµο να… γονιµοποιήσει τη θάλασσα κι αυτή να κυοφορήσει τα κυήµατα – κύµατά της.
Έχουµε πορεία 240° για το στενό Άνδρου – Τήνου. Υπολογίζω την απόσταση γύρω στα 60 µίλια. Όσο προχωρούµε ο αέρας δυναµώνει. Τις τελευταίες µέρες έκανε µεγάλες ζέστες, η ατµόσφαιρα στην ανατολική Μεσόγειο θάχει αραιώσει, αέρινες µάζες απ’ τον βοριά ορµούν να καλύψουν τα κενά κι εµείς τώρα πέφτουµε µπροστά τους. Κι ως πού θα φθάσει; Και τι κάνουµε, προχωρούµε ή γυρίζουµε στον Εµποριό;
Όπως κάνω αυτές τις σκέψεις το βλέµµα που πέφτει, ένα – δυό µίλια µπροστά µου, σ’ ένα φορτηγό καραβάκι µε πορεία βόρεια. Παλιό σκαρί, σκουριασµένο, άβαφο, απεριποίητο, µάλλον θάπρεπε από καιρό νάχει πάει για διάλυση. Σκαµπανεβάζει άγρια µε το κύµα κι όµως, σιγά – σιγά προχωρεί. Σκέφτοµαι πως όποιοι βρίσκονται εκεί µέσα µάλλον υποφέρουν πιο πολύ από εµάς. Στο κάτω – κάτω αυτοί δεν κάνουν χόµπι, κερδίζουν το ψωµί τους. Η εικόνα αυτού του φιλότιµα επίµονου σαράβαλου φέρνει κάποια περίεργη διεργασία στον νού µου και αποφασίζω: συνεχίζουµε. Ο αέρας µοιάζει σταθερός, ανάµεσα 36 και 40 µίλια την ώρα. Το κύµα έρχεται δεξιόπρυµνα και δυσκολεύει το τιµόνεµα. Όµως, κοιτάζοντας γύρω τη θάλασσα, τη βρίσκω πανέµορφη.
Υπάρχουν διάφορες οπτικές γωνίες για να δεί κανείς τη θάλασσα. Σαν µικρό διάλειµµα στην καθηµερινότητα τη βλέπει, ίσως και κατ’ ανάγκη, ο περισσότερος κόσµος. Και είναι, πράγµατι, όµορφες οι µέρες σε µια παραλία, όπου το δροσερό νερό κι ο λαµπερός ήλιος αλλάζουν τον ρυθµό της ζωής, όπου νοιώθει κανείς απελευθερωµένος, κολυµπά, παίζει, κάνει εύθυµες συντροφιές, ξεχνά την καταπίεση της βιοπάλης. Υπάρχει και η ροµαντική θεώρηση. Είναι όνειρο µια αµµουδερή ακρογιαλιά, κάποια ήρεµη νύχτα, όταν η θάλασσα µένει ασάλευτη, σαν να προσεύχεται, και η Γη, νοιώθοντας πνεύµα Θεού να κατεβαίνει προς το νερό, κρατά την ανασαµιά της.
Μια ατέλειωτη οµορφιά υπάρχει για πολλούς στα σπλάχνα της θάλασσας, µε τα πολύµορφα και πολύχρωµα όντα της, χιλιάδες φυτά, χιλιάδες ζώα, σε µια ασταµάτητη κίνηση και εναλλαγή. Και υπάρχουν κι αυτοί που καµαρώνουν τη θάλασσα στην αγριάδα της. Και που θέλουν να µετρηθούν κάπως µε τη δύναµή της, τρέφοντας πάντα σεβασµό στις φυσικές της δυνάµεις.
Ώρα 3 µ.µ. Λαµπρός ο ήλιος. Ο άνεµος γίνεται τώρα πιο ζόρικος, πιάνει συχνά τα 45 και βάλε µίλια την ώρα. Η θάλασσα ασπρίζει απ’ τον αφρό, το σφύριγµα στα ξάρτια ξεκουφαίνει. Ώρα 4 µ.µ. Βρισκόµαστε στη µέση του Αιγαίου. Αφρός παντού, λευκός αφρός. Ίσως από κάτι τέτοιες ώρες οι Τούρκοι ονόµασαν το Αιγαίο Άσπρη Θάλασσα (Ακ Ντενίζ). Πουθενά άλλο πλεούµενο. Οι αέρινες µάζες στροβιλίζονται µε ορµή στα πανιά, τα σπρώχνουν µε άγρια βιαιότητα και βλέπω τα άλµπουρα να γέρνουν πλάγια, σαν να θέλουν ν’ αγγίξουν τη θάλασσα. Τα νερά πληµµυρίζουν το καµπούνι, το κύµα σηκώνει ψηλά, απότοµα το µικρό πλεούµενο κι ύστερα το αφήνει να γλυστρήσει σε υδάτινη κατηφοριά. Ριπές αέρα µε χοντρές σταγόνες θάλασσας µαστιγώνουν την πλάτη µου, θάλεγα εχθρικά, µε µίσος! Κι αυτό συνεχίζεται χωρίς σηµάδι καλυτέρεψης. Πραγµατική θάλασσα!
Κοιτάζω πίσω µου την τραχειά θάλασσα, γεµάτη απειλή. Πολύ µεγάλα κύµατα, το ένα πίσω απ’ το άλλο µε κυνηγούν µέσα σε µια απεραντοσύνη που µε εκµηδενίζει. Ξαφνικά έρχεται στο νου µου ο Μαρκόνης – ποιητής, ο Νίκος Καββαδίας κι ένα έµµετρο ερωτηµατικό που αφιέρωσε στον φίλο του Καίσαρα:
«Καίσαρ, απ’ ένα θάνατο σε κάµαρα κι απ’ ένα χωµατένιο, κοινό µνήµα, δεν θάταν ποιητικότερο και πιο όµορφο ο διάφεγγος βυθός και τα’ άγριο κύµα;»
Τότε νοιώθω ένα φούντωµα, µια µικρή επανάσταση µέσα µου. Προς Θεού! Δεν βρισκόµαστε εδώ σε αναζήτηση µιας ροµαντικής ταφής! Βρισκόµαστε από αγάπη προς αυτήν εδώ την άγρια θάλασσα. Νοιώθουµε το δέος απ’ τη δύναµή της αλλά δεν φοβόµαστε. Το πλεούµενο είναι µικρό αλλά δυνατό. Και µια εσωτερική φωνή ηχεί περιοδικά στο κρανίο µου σαν καµπάνα: «θα αντέξεις, θα αντέξεις, θα αντέξεις…».
Και µέσα σ’ αυτή την παραζάλη ο χρόνος κυλά µε τον δικό του αδιατάρακτο ρυθµό και οι ώρες περνούν και ο ήλιος χαµηλώνει προς τη δύση και τα νησιά ζυγώνουν. Δεξιά η Άνδρος, µε το πανάρχαιο όνοµα, µε τα τρεχούµενα νερά, που πολλοί τα πίνουν γιατρικό, µε τους νοικοκυραίους και τους καραβοκύρηδες, µε την πνευµατική της καλλιέργεια… Αριστερά η Τήνος, το νησί της Μεγαλόχαρης, µε τα µάρµαρα και τους καλλιτέχνες της, µε τον Τσικνιά της, τον τόσο ανεµοδαρµένο που οι αρχαίοι τον θεωρούσαν άντρο του Αιόλου.
Ο αέρας έχει φρενιάσει, ούτε κοιτώ πια την ταχύτητά του, µόνο βλέπω πως ζυγώνω στο στενό. Σουρουπώνει όταν περνούµε το στενό Άνδρου – Τήνου. Ο βοριάς κυριολεκτικά µας κουβαλά άρον – άρον. Κι όταν αφήνω αριστερά µου τον βράχο Δύσβατο, βλέπω τα πρώτα φώτα ν’ ανάβουν στη Σύρο. Είµαι κουρασµένος. Σκέπτοµαι κάποια στιγµή να κάνω αριστερά και να πιάσω το λιµάνι της Τήνου. Ύστερα, χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί, ίσως που νοιώθω τον καιρό να πέφτει, βάζω πλώρη για την Ερµούπολη.
Ο αέρας πράγµατι όλο και πέφτει. Πέφτει και το σκοτάδι. Δυο ποστάλια περνούν µε πορεία δυτικά. Κατά τις 10 µ.µ. µπαίνουµε στο κατάφωτο και ζωντανό λιµάνι της Ερµούπολης. Αράζουµε µπροστά σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, από αυτά που παρασκευάζουν και τα ονοµαστά Συριανά λουκούµια. Σύµπτωση: ο ιδιοκτήτης του κι εγώ έχουµε ίδιο επίθετο! Εισβάλουµε λοιπόν αµέσως, γιατί µετά τόσο ήλιο, τόση αλµύρα και τόση κούραση, τίποτε καλύτερο από ένα µεγάλο, δροσιστικό παγωτό. Όλα καλά.