Δύο βασικούς πυλώνες έχει η οικονοµία της χώρας µας: Τη ναυτιλία και τον τουρισµό.
Θα υπέθετε κανείς ότι όσο καλά τα καταφέρνουµε στη ναυτιλία και αποτελεί βασικό πυλώνα, το ίδιο καλά τα καταφέρνουµε και στον τουρισµό.
Μία βόλτα και φέτος στην Ελλάδα όµως αποκαλύπτει ότι µάλλον το ‘προϊόν’ πουλάει από µόνο του και πως όσο και αν θέλουµε να το κακοποιούµε, αυτό εξακολουθεί να πουλάει. Και µιας και η τύχη είναι και µε το µέρος µας, οι γείτονες µας έχουν µύρια προβλήµατα µε αποτέλεσµα να τους παίρνουµε µεγάλα µερίδια τουριστών.
Πόσο προσέχουµε όµως εµείς οι ίδιοι το ‘προϊόν’ µας;
Πόσοι κάτοικοι στα τουριστικά θέρετρα προσέχουν όχι τους δηµόσιους χώρους, αλλά τα σπίτια τους τα ίδια; Να είναι εµφανίσιµα, περιποιηµένα, καθαρά, παραδοσιακά και καλαίσθητα; Τα µαγαζιά τους; Τις επιχειρήσεις τους;
Χωρίς την απαραίτητη αγάπη και προσοχή στο ‘προϊόν’ που τους ζει, ο τουρισµός πέφτει. Και δεν αναφέροµαι στα ‘κεφάλια’ που µετράνε οι εκάστοτε υπουργοί τουρισµού για να µας κάνουν να νιώθουµε υπερήφανοι. Γιατί σηµασία δεν έχει πόσοι τουρίστες έρχονται στη χώρα µας, αλλά πόσα χρήµατα ξοδεύουν. Και ακόµα καλύτερα, πόσο καθαρό κέρδος αφήνει ο κάθε τουρίστας, όταν αφαιρεθούν τα έξοδα.
Πέφτει λοιπόν η ποιότητα του τουρίστα και έτσι πέφτει και η ποιότητα των προσφερόµενων υπηρεσιών. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Και αντί να διορθώσουµε την ποιότητα της προσφερόµενης υπηρεσίας, υποπίπτουµε στο λάθος να χαµηλώσουµε την τιµή. Κι έτσι προκειµένου να συνεχίσουµε να έχουµε κέρδος, ρίχνουµε κι άλλο την ποιότητα, προσελκύουµε ακόµα χειρότερο τουρισµό και η ζωή συνεχίζεται. Οι τουρίστες έρχονται στρατιές αλλά τα κέρδη από τον τουρισµό δεν είναι ανάλογα.
Εξαίρεση αποτελεί µόνο η Μύκονος, το νησί που όσο κι αν µας αρέσει ή δεν µας αρέσει έχει καταφέρει να πουλάει την Ελλάδα όσο πιο ακριβά γίνεται. Ναι, απαιτούν ασύλληπτα ποσά για κάθε τι που βρίσκεται πάνω στο νησί, αλλά τα παίρνουν. Κάποιοι τους τα δίνουν και µε µεγάλη χαρά. Γιατί τελικά υπάρχουν φαίνεται πολλοί που θέλουν να δώσουν πολλά χρήµατα αρκεί να παίρνουν πίσω αντίστοιχες υπηρεσίες.
Και όµως η Μύκονος αντί να αποτελεί παράδειγµα για τους υπόλοιπους τουριστικούς προορισµούς, ο µονόδροµος της κατρακύλας συνεχίζεται. Κόψε κόστος, ρίξε την ποιότητα, βγάλε λιγότερα και ξανά από την αρχή. Κι έτσι πηγαίνουµε να γίνουµε ένας τριτοκοσµικός προορισµός εντός Ευρώπης, µία αφρικανική χώρα δηλαδή που οι Ευρωπαίοι δεν χρειάζονται διαβατήριο.
Στον θαλάσσιο τουρισµό που είναι πολύ υψηλότερου επιπέδου και θα έπρεπε να στοχεύουµε εκεί αποκλειστικά, τα πράγµατα είναι ακόµα πιο άσχηµα. Κυνηγάµε και πετυχαίνουµε φτηνά ναύλα µε φτηνά σκάφη σε λιµάνια χωρίς υποδοµές και παραµελούµε τα µεγάλα γιοτ που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν που να δέσουν. Κι αν δέσουν δεν έχουν ούτε νερό να πάρουν ούτε βέβαια ρεύµα. Και τις περισσότερες φορές µε δυσκολία να πάρουν καύσιµα. Και ξέρετε πόσα καύσιµα χρειάζονται σε κάθε ανεφοδιασµό. Τόσα όσο να λύσει το οικονοµικό του πρόβληµα ο πρατηριούχος.
Είναι σαν να µας παρακαλάνε να µας δώσουν τα χρήµατά τους κι εµείς να τους αγνοούµε επιδεικτικά. Οι παροχές µας είναι ακόµα µηδαµινές. Τους διώχνουµε, τους στέλνουµε αλλού. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία. Να δαπανήσουν εκεί τα εκατοµµύριά τους ο καθένας.
Ποιοι διαχειρίζονται τον τουρισµό τελικά; Ποιοι διαχειρίζονται τα λιµάνια; Γιατί δεν κάνουν µικρές επενδύσεις που θα αποφέρουν κυριολεκτικά εκατοµµύρια; Γιατί δεν προχωράει ο υψηλού επιπέδου τουρισµός, που γύρω του ζει ένα ολόκληρο οικοσύστηµα εµπόρων, τεχνιτών και άλλων;
Ίσως γιατί είναι πιο εύκολο να κυνηγάς τον φτηνό τουρίστα που θα του προσφέρεις το τίποτα για πενταροδεκάρες.