Αναμνήσεις από ιστιοπλοϊκές κρουαζιέρες: Σύρος – Ύδρα

Πρωί κι ο ήλιος λάµπει πάνω απ’ την Ερµούπολη. Μέσα απ’ την προκυµαία, γύρω στην πλατεία Μιαούλη, τα καλόγουστα κτίρια αποπνέουν αρχοντιά. Τα λευκά σπίτια ανηφορίζουν σαν κύµατα στα αµφιθεατρικά υψώµατα, εικόνα σαν από επάλληλα φτερά λευκών γλάρων.

Είναι απ’ τις όµορφες πόλεις του Αιγαίου η πρωτεύουσα της Σύρου και των Κυκλάδων. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρίν από το 1821 αυτή η πόλη δεν υπήρχε! Υπήρχε µόνο ψηλά το οχυρό των καθολικών κατοικιών, η Άνω Σύρος. Με τις αγριότητες του πολέµου το 1821, πρόσφυγες απ’ τη Σµύρνη, τα Ψαρά, τη Χίο, το Αϊβαλί και τη Ρόδο µαζεύονταν στην παραλία. Άρχισαν σιγά – σιγά να χτίζουν σπίτια, εκκλησίες, µαγαζιά και άλλα κτίρια και να επιδίδονται στο δια θαλάσσης εµπόριο. Κι έτσι µέσα σε λίγα χρόνια αναπτύχθηκε µια πόλη µε σηµαντική οικονοµική ζωή, που της έδωσαν, δικαίως, το όνοµα του θεού του εµπορίου. Η Ερµούπολη λοιπόν έγινε ξαφνικά ένα κέντρο του Ελληνισµού, καταφύγιο διωκοµένων, λιµάνι και παρατηρητήριο των κινήσεων του τουρκικού στόλου και ναυπηγείο, κυρίως πυρπολικών. Το 1828 η Ερµούπολη είχε κιόλας 15.000 κατοίκους κι απετέλεσε ντε φάκτο την πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Εδώ ιδρύθηκε και το πρώτο ελληνικό εµποροδικείο.

Τη Σύρο, που ο Όµηρος την αποκαλεί Σύρση (Οδύσς. 0, 403), ίσως απ’ το Σούρ των Φοινίκων, που ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, εποίκησαν µετά οι Ίωνες, που εκτόπισαν τους Φοίνικες. Εδώ τον ΣΤ’ αιώνα π.Χ. γεννήθηκε ο περίφηµος φιλόσοφος Φερεκύδης, µαθητής του Μυτιληναίου Πιττακού και δάσκαλος του Σάµιου Πυθαγόρα. Ακόµη σήµερα επιδεικνύεται η ‘σπηλιά’ του Φερεκίδη.

Οι Ρωµαίοι µάλλον αδιαφόρησαν για το νησί. Απ’ το 1207 µ.Χ. στη Σύρο κατοικούν καθολικοί, κυρίως της οικογένειας των Σανούδων. Το 1494 την καταλαµβάνουν οι Βενετοί και το 1582 οι Τούρκοι, που της παραχώρησαν πολλά προνόµια.

Η Σύρος είναι βραχώδες νησί, όµως διαθέτει ορισµένες πολύ όµορφες γωνιές, που φρόντισε να τις απαθανατίσει τραγουδιστά στη «φραγκοσυριανή» του ο Μάρκος Βαµβακάρης. Μία απ’ τις όµορφες αυτές γωνιές, ο Φοίνικας, είναι το λιµάνι που πολύ συχνά χρησιµοποιούν όσοι ιστιοπλοούν στις Κυκλάδες.

Παρασυρµένοι απ’ την οµορφιά και τη ζωντάνια της Ερµούπολης, δεν αποφασίζουµε να σαλπάρουµε παρά στις 3 µ.µ. Όπως βγαίνουµε απ’ το λιµάνι διαπιστώνουµε πως ο βοριάς έχει τώρα στρώσει, γύρω στις 6, βία τα 7 µποφόρ, χωρίς άγριες σπιλιάδες. Θυµάµαι ένα γέρο καπετάνιο στους Φούρνους, που µου είχε πει κάποτε: «γέρο βοριά αρµένιζε και νότο παληκάρι»

Με µερικές βόλτες στα όρτσα παρακάµπτουµε τα αφρισµένα βράχια της βόρειας Σύρου και βάζουµε πορεία 265° για την Ύδρα. Με τον βοριά αυτόν το Westerly βρίσκει τον αέρα του. Με τον φλόκο, τη µαΐστρα και τη µετζάνα του να γεµίζουν σταθερά, κλίνει αριστερά, σκαµπανεβάζει χαριτωµένα και γλυστρά πάνω στο κύµα µε κάπου 7 ως 7,5 κόµβους. Ωραία πλεύση!

Ο ήλιος απλώνει µπροστά µας χρυσές ανταύγειες, ανάµεσα σε άσπρους αφρούς και βαθυγάλανο νερό. Αφήνουµε δεξιά µας το θλιβερό ξερονήσι της Γυάρου, το γεµάτο δηλητηριώδη αγκάθια και µεγάλους αρουραίους, που απ’ τη Ρωµαϊκή εποχή χρησιµοποιήθηκε σαν τόπος σκληρής εξορίας. Κατά τις 6 µ.µ. περνούµε τον κάβο Κατακέφαλο, το βόρειο άκρο της Κύθνου. Τούτο το µικρό νησί οφείλει το όνοµά του στον αρχηγό των πρώτων κατοίκων του, των Δρυόπων από την Εύβοια, που λεγόταν Κύθνος. Τελικά την Κύθνο την κατέλαβαν οι Ίωνες. Απ’ το 12ο µ.Χ. αιώνα εµφανίζεται και το όνοµα Θερµιά, µε τους κατοίκους να λέγονται Θερµιώτες. Να ‘χει σχέση τάχα αυτό το όνοµα µε τις θερµές πηγές στον όρµο Λουτρά, όπου ο βασιλιάς Όθων είχε χτίσει και εντυπωσιακό υδροθεραπευτήριο; Θερµιά ή Κύθνος πάντως πρόκειται για ένα νησί µε κάποιες όµορφες παραλίες κι απ΄ τα κοντινά στην Αττική.

Δεξιά µπροστά ο ήλιος φωτίζει το ακρωτήριο του Αµίλιου, το νοτιότερο της Κέας, µε τον καλοχτισµένο φάρο και το γραφικό σπιτάκι του φαροφύλακα. Η Κέα είναι το πιο κοντινό στην Αττική κυκλαδονήσι, µε βραχώδεις ακτές, που διακόπτονται όµως από όρµους σαν την Κορησία δυτικά, που είναι και το λιµάνι του νησιού, το Βουρκάρι πολύ κοντά της, τον Ουτζιά βόρεια και ανατολικά το Καστρί, το Σπαθί και το Καλιδονύχι.

Η αρχαία ονοµασία του νησιού ήταν Κέως, από τον Κέων, αρχηγό των Λοκρών που την κατοικούσαν το 1.200 π.Χ. Αργότερα έγινε Κέα, ενώ σήµερα έχει το όνοµα Τζιά απ’ το Ζία, που έτσι την ονόµασαν τον 13ο µ.Χ. αιώνα οι Φράγκοι που την πάτησαν.

Είναι αδύνατο να βλέπει κανείς την Τζιά κι ο νούς του να µην πετάξει στο περίφηµο “Κείων νόµιµον”, που εννοεί την αυτοκτονία των άνω των 70 ετών κατοίκων µε κώνειο. Η συνήθεια αυτή άρχισε από µια πολιορκία της Κέως από τους Αθηναίους, οι οποίοι ήθελαν κυρίως το αποκλειστικό του νησιού, πολύτιµο για τα χρόνια εκείνα ορυκτό, τη “µίλτον”. Η µίλτος χρησίµευε σαν χρώµα για αγγειοπλαστική αλλά και σαν φάρµακο. Οι έφοδοι των Αθηναίων δεν είχαν αποτέλεσµα, τα τρόφιµα όµως λιγόστευαν. Τότε οι γέροντες αποφάσισαν ν’ αυτοκτονήσουν µε κώνειο για να επαρκέσουν τα τρόφιµα στους αµυνόµενους σκληρά νέους. Μ’ αυτή τη θυσία η πολιορκία επέτυχε. Η αυτοκτονία δε, των γερόντων, που γινόταν µετά κάποια τελετή προς τιµήν τους, διατηρήθηκε σαν άγραφος ηθικός νόµος (Κείων νόµιµον), για να καταργηθεί µόνο µετά την εξάπλωση του Χριστιανισµού. Παρόλο τον περίεργο αυτό νόµο η Κέως ήταν µια ευνοούµενη πολιτεία, για την οποία ο Αριστοτέλης έγραψε ολόκληρο βιβλίο. Η Κέως άλλωστε υπήρξε πατρίδα αξιόλογων ανδρών, µε πιο γνωστό ίσως τον ποιητή Σιµωνίδη τον Κείο, που έζησε απ’ το 556 ως το 408 π.Χ. Όλη η οικογένεια του Σιµωνίδη ήταν φιλόµουση, υπήρξαν δε λογοτέχνες ο παππούς του και ο εγγονός του µε το ίδιο όνοµα. Ένα µικρό µέρος του έργου του Σιµωνίδη είναι η επιγραµµατοποιία, µε πιο γνωστά τα επιγράµµατα του Μαραθώνα:

«Ελλήνων προµαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρου Μήδου εστόρεσαν δύναµιν» και των Θερµοπυλών:

«Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιµονίοις, ότι τήδε κείµεθα τοις κείνων ρήµασι πειθόµενοι».

Ο ουρανός προς τον πουνέντε γίνεται όλο και πιο ρόδινος, καθώς ο ήλιος πια δύει. Ξαφνικά, νάτο πάλι ένα κοπάδι δελφινιών, που µας περιτριγυρίζουν. Πελαγίσιο µπαλέτο σε ξέφρενο χορό, µήνυµα της ζωντάνιας των όντων της θάλασσας… Μένουν πολλή ώρα γύρω µας, κι από όλη αυτή τη µέρα είναι η πιο χαρούµενη ώρα µας.

Έχει σκοτεινιάσει όταν περνάµε κοντά στο φανάρι του Σαν Τζιόρτζιο, της κατά Στράβωνα νήσου Βελβίνας της κριθοφόρου. Ένα φορτηγό καράβι περνά, λίγο πίσω µας, έχοντας κατεύθυνση µάλλον προς τον κάβο – Μαλιά. Ο βοριάς σιγά – σιγά πέφτει. Κάποια στιγµή ένας αρκετά µεγάλος διάτων αστέρας κάνει µια αστραπιαία τροχιά από ανατολικά προς δυτικά, για να σβύσει γρήγορα. Σηκώνω τα µάτια στον ουράνιο θόλο. Ακολουθώ τον γαλαξία κι ύστερα προσπαθώ και εντοπίζω τη µεγάλη άρκτο, τη µικρή άρκτο και τον πολικό αστέρα. Μούρχεται στο νου ένας στίχος απ’ το ποίηµα «όλα προσεύχονται» των µαθητικών µας βιβλίων: «του πόλου τ’ άστρο που οδηγεί του ναύτη το τιµόνι, την ώρα εκείνη δέεται, γιατί ψυχές γλυτώνει». Αυτά τα άπειρα αστέρια που φαίνονται τις καθαρές νύχτες µε κάνουν να θαυµάζω τη φαντασία εκείνων που κατάφεραν να ενοποιήσουν οµάδες και σύνολα από αυτά και να τους δώσουν σχήµατα και ονόµατα ζώων και ανθρώπων… Τελικά µε παίρνει η µαγεία της νύχτας και, για λίγο, χάνω την επαφή µε τη γη, λες κι έχω βγει έξω απ’ αυτήν και µετεωρίζοµαι στο άπειρο…

Ο αέρας πέφτει ακόµα, η ταχύτητά µας δύσκολα φτάνει τους 5 κόµβους. Ήδη µου γνέφει το φανάρι της Ζούρβας και, λίγο αργότερα σπιθίζει και το Τσελεβίνι.

Κατά τις 12 είµαι σε σχεδόν άπνοια. Αφήνω µόνο τη µαΐστρα και βάζω µπρος τη µηχανή. Σε λίγο τα βράχια της Ύδρας είναι δίπλα µου. Φθάνουµε στο Μανδράκι κατά τη 1:30. Τέτοια ώρα είναι ουτοπία να ελπίζεις ότι στο λιµάνι της Ύδρας θα βρείς θέση ν’ αράξεις. Φουντάρουµε λοιπόν στο Μανδράκι. Ώρα για ύπνο κι αύριο θα µπούµε στο λιµάνι.

Avatar
by
Previous Post Next Post