Την εποχή αυτή η Κρήτη εορτάζει τα 150 χρόνια της Επανάστασης του 1866-69 για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Παρότι η επανάσταση αυτή δεν πέτυχε τον σκοπό της, την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, καταγράφηκε στην Ελληνική Ιστορία ως μία από τις ενδοξότερες σελίδες της.
Το 1866, τριάντα έξι χρόνια μετά τον αποκλεισμό τους από τα σύνορα του ελληνικού κράτους, οι Κρήτες θεώρησαν ότι οι διεθνείς συνθήκες ευνοούσαν νέα προσπάθεια για την ικανοποίηση του εθνικού πόθου τους.
Με τη Συνθήκη των Παρισίων όμως του 1856 που τερμάτισε τον Κριμαϊκό πόλεμο, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις εγγυώνταν την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εναντίον της οποίας ωστόσο στρεφόταν η Κρητική Επανάσταση. Άρα, η Συνθήκη των Παρισίων αποτελούσε δυσμενή παράγοντα για τους Κρήτες επαναστάτες.
Από τις εξωευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, οι Η.Π.Α. δεν μπορούσαν να παρέμβουν στο Κρητικό ζήτημα διότι δεσμεύονταν από το «Δόγμα Μονρόε», του 1823, που δεν επέτρεπε την ανάμειξή τους στις Ευρωπαϊκές υποθέσεις. Το Αμερικανικό Κογκρέσο όμως με απόφασή του της 7ης Ιουλίου 1867 καλούσε την Πύλη να σταματήσει τον πόλεμο εναντίον των Κρητών Χριστιανών και ζητούσε την επίλυση του προβλήματος, ενώ αναγνώριζε την ελληνικότητα της Κρήτης. Την ίδια εποχή, εξάλλου, ο τότε Αμερικανικός Πρόεδρος Άντριου Τζόνσον, ανταποκρινόμενος σε δραματική έκκληση των επαναστατών της Κρήτης, ενεθάρρυνε τον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη Morris να συνεχίσει τις έντονες παραστάσεις του προς την Τουρκική κυβέρνηση για τον σεβασμό, εκ μέρους της, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κρητών Χριστιανών.
Ιδιαίτερα δυσμενής παράγοντας για τους Κρήτες επαναστάτες, από πολιτική άποψη, ήταν η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ από τους Γάλλους, που είχε αρχίσει το 1859 και το 1866 βρισκόταν σχεδόν στα τελειώματά της.
Το έργο θα άλλαζε τα γεωστρατηγικά δεδομένα της περιοχής στην οποία υπάγονταν τα κατεχόμενα από την Τουρκία ελληνικά νησιά Κρήτη και Κύπρος.
Τα δύο αυτά νησιά θα αποκτούσαν πλέον άλλη σημασία για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Κυρίως για τη Γαλλία, κεφαλαιούχοι της οποίας είχαν τις περισσότερες μετοχές της εταιρείας που θα διαχειριζόταν τη Διώρυγα, αλλά και την Αγγλία που είχε τις δικές της βλέψεις στην περιοχή, τις οποίες ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό με την εκχώρηση σ’ αυτήν, από την Τουρκία, της κατοχής και της διοίκησης της Κύπρου, αλλά όχι της κυριαρχίας της, το 1878.
Με την έναρξη της Επανάστασης οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δήλωσαν ουδετερότητα. Αλλά η ουδετερότητα αυτή ήταν ψευδεπίγραφη, αφού οι ίδιες αυτές δυνάμεις ήταν εγγυήτριες της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας και κατά συνέπεια δεν θα επέτρεπαν την απόσπαση της Κρήτης από αυτήν.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, δεν μπορούσε να προσφέρει ανοιχτά βοήθεια στους επαναστάτες διότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου με την Τουρκία, για τον οποίο οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι.
Η ελληνική βοήθεια ωστόσο προς την Κρητική Επανάσταση υπήρξε σπουδαία. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί επανάσταση.
Στην Αθήνα ιδρύθηκε η Κεντρική Επιτροπή Αγώνα (ΚΕΑ), καθήκον της οποίας ήταν η πολιτική καθοδήγηση των επαναστατών σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση.
Η ΚΕΑ συντόνιζε επίσης όλες τις ενέργειες υπέρ της επανάστασης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, όπως:
- Διεξαγωγή εράνων για τη συλλογή χρημάτων προς αγορά πολεμικού υλικού και άλλων εφοδίων αναγκαίων για τους επαναστάτες.
- Στρατολόγηση εθελοντών και αποστολή τους στην Κρήτη για να μετάσχουν στις εκεί πολεμικές επιχειρήσεις.
- Αξιοποίηση του φιλοχριστιανικού, φιλοκρητικού πνεύματος της κοινής γνώμης στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Πρωταγωνιστής της σχετικής κίνησης στο Λονδίνο αναδείχθηκε ο εκ Σύρου Δημήτριος Βικέλας, ο οποίος μάλιστα διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για την ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης του 1866-69 με την αγορά και αποστολή στην Κρήτη μεγάλων ποσοτήτων πολεμικού υλικού. Ο Βικέλας, δέθηκε στενά με την Κρήτη και πρόσφερε στον Δήμο Ηρακλείου Κρήτης την πλούσια βιβλιοθήκη του. Έκτοτε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου φέρει το όνομα του Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.
Στήριξη πρόσφεραν επίσης στην επανάσταση ξένες
προσωπικότητες όπως οι Γάλλοι Βίκτωρ Ουγκώ και Φλοράνς, οι Ιταλοί Γαριβάλδι και Κρίσπι, ο Αμερικανός ιατρός Σάμιουελ Χάου και οι Αμερικανοί στρατιωτικοί Σίδνευ Ντε Κέϋ και Έντουαρντ Φέϋ που εκείνη την εποχή δοκίμαζαν στα ύδατα και το έδαφος της Κρήτης τα νέα όπλα, τορπίλες και νάρκες, για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των Τούρκων.
Η ΚΕΑ ίδρυσε στη Σύρο την «Επιτροπή Αποστολών», η οποία παρελάμβανε τα εφόδια που αποστέλλονταν από την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική και τα προωθούσε στην Κρήτη. Όπως επίσης προωθούσε στη Μεγαλόνησο τους εθελοντές που έφθαναν στο κυκλαδικό νησί και το πολεμικό υλικό που συγκεντρωνόταν επίσης σ’ αυτό.
Τόσο η ΚΕΑ όσο και η ΕΑ Σύρου βρίσκονταν σε άμεση επικοινωνία με τα συλλογικά όργανα των επαναστατών: τη Γενική Συνέλευση Κρητών (ΓΣΚ) και την Προσωρινή Κυβέρνηση Κρήτης (ΠΚΚ) – όργανα αιρετά, των οποίων η ίδρυση και η λειτουργία καταδείκνυαν τη δημοκρατική αντίληψη των επαναστατών, οι οποίοι διαδήλωναν έτσι ότι είχαν εξεγερθεί όχι μόνο για την εθνική αλλά και για την πολιτική ελευθερία τους, που στραγγαλιζόταν επί δύο αιώνες μετά το 1669, από το αυταρχικό καθεστώς του σουλτάνου.
Η πρόοδος της Κρητικής Επανάστασης εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχή εκ μέρους της αντιμετώπιση δύο κολοσσιαίων ζητημάτων:
- α) της ενίσχυσής της με εθελοντές και με πολεμικό υλικό κυρίως, αλλά και με ρουχισμό και ιδίως με τρόφιμα, διότι μετά την κήρυξη της επανάστασης σημειώθηκε έλλειψή τους επειδή ο εχθρός εφάρμοζε στην Κρήτη πολιτική καμένης γης, ελπίζοντας ότι ο κίνδυνος του λιμού θα έκαμπτε τους χριστιανούς και
- β) της μεταφοράς στην Ελλάδα των γυναικοπαίδων και των μεγάλης ηλικίας αμάχων, προκειμένου να αποφύγουν το κύμα σφαγών που είχαν εξαπολύσει οι Οθωμανοί στη Μεγαλόνησο, τον εκ της πείνας και του ψύχους θάνατο και τις άλλες ατιμώσεις στις οποίες υπέβαλε τον χριστιανικό πληθυσμό ο κατακτητής.
Η μεταφορά στην Ελλάδα των οικογενειών των επαναστατών απάλλασσε τους τελευταίους από το άγχος που τους διακατείχε για τους συγγενείς τους, μήπως δηλαδή καταστούν στόχος της εκδικητικής μανίας των οθωμανικών αρχών και των ατάκτων, γνωστών ως βασιβουζούκων. Απαλλαγή τους από τη φροντίδα για την επιβίωση και τη σωτηρία των οικογενειών τους επέτρεπε στους επαναστάτες να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στα πολεμικά τους καθήκοντα.
Ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι υπό μεταφοράν στην Ελλάδα κρητικές οικογένειες είναι η αναφορά του Έλληνα προξένου στα Χανιά Νικ. Σακόπουλου προς τον προϊστάμενό του υπουργό Εξωτερικών Χαρίλαο Τρικούπη με ημερομηνία 30 Ιανουαρίου 1867:
«Κύριε Υπουργέ, αι εις την παραλίαν της Λίμνης Αγίου Βασιλείου προ πολλού επισωρευθείσαι και αναμένουσαι πλοία προς αναχώρησιν οικογένειαι, ευρίσκονται εις οικτράν κατάστασιν. Ζώσαι εντός σπηλαίων ή εν υπαίθρω και τρεφόμεναι με χόρτα είναι εκτεθειμέναι εις τα δεινά του λιμού και της γυμνότητος και επαπειλούνται από άφευκτον όλεθρον… Εις μικράν απόστασιν μεταξύ των, εντός τριών ημερών, ευρέθησαν 167 πτώματα γυναικοπαίδων αποθανόντων από το ψύχος και τας κακουχίας».
Σε άλλη αναφορά του, την 30ή Απριλίου 1867, πάλι προς τον Χαρίλαο Τρικούπη, ο Ν. Σακόπουλος πληροφορεί τον προϊστάμενό του ότι στα μέσα Απριλίου πέθαναν από το ψύχος 500 άτομα.
Τα δύο σοβαρά αυτά προβλήματα της επαναστατημένης Κρήτης επιδιώχθηκε αρχικά να αντιμετωπιστούν με την ανάθεση της μεταφοράς εθελοντών και εφοδίων από τη Σύρο στη Μεγαλόνησο και γυναικόπαιδων και αμάχων από την Κρήτη στη Σύρο με 27 ιστιοφόρα.
Αλλά τα ταξίδια των ιστιοφόρων εξαρτώνταν από τις καιρικές συνθήκες, με συνέπεια τη συχνή αναβολή των δρομολογίων τους ενίοτε για πολλές ημέρες. Όταν μάλιστα οι Τούρκοι αντελήφθησαν τον ρόλο των τρεχαντηριών και συνέλαβαν τρία από αυτά, των οποίων τα πληρώματα και τους επιβάτες εφόνευσαν (τρεις μάλιστα από τους καπετάνιους τους τούς κρέμασαν στους ιστούς του τρεχαντηριού τους) επικράτησε η άποψη ότι τα μικρά αυτά σκάφη έπρεπε να αντικατασταθούν από μεγαλύτερα και ατμοκίνητα, φέροντα υποτυπώδη έστω οπλισμό για την αντιμετώπιση των επιθέσεων του εχθρού, ο οποίος από τις 13 Σεπτεμβρίου 1866 είχε αποκλείσει την Κρήτη με τον στόλο του.
Η μη δυνατότητα των τρεχαντηριών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ναυτικού αγώνα για την εξυπηρέτηση της Κρητικής Επανάστασης οδήγησε την ΚΕΑ στην ανάθεση του έργου αυτού στην Ελληνική Ατμοπλοΐα Σύρου, η οποία διέθεσε γι’ αυτό δύο ατμόπλοιά της: το «Πανελλήνιο» και την «Ύδρα».
Και τα δύο ήταν ατμοκίνητα και τροχήλατα, ανέπτυσσαν ταχύτητα 11 έως 12 μίλια την ώρα, είχαν χωρητικότητα 250 τόνων και έφεραν ένα ή δύο πυροβόλα μικρού βεληνεκούς.
Το «Πανελλήνιο» πραγματοποίησε εννέα ταξίδια μετ’ επιστροφής στην Κρήτη και διέσπασε τον αποκλεισμό της από τον τουρκικό στόλο δεκαοκτώ φορές, ενώ η «Ύδρα» πραγματοποίησε δύο ταξίδια μετ’ επιστροφής και διέσπασε τον αποκλεισμό τέσσερις φορές.
Η Ελληνική Ατμοπλοΐα Σύρου όμως πρόσφερε και άλλες υπηρεσίες στην επανάσταση κατασκευάζοντας η ίδια οβιδοβόλα, οβίδες και ποικίλης μορφής πυρομαχικά, έχοντας δημιουργήσει γι’ αυτό στο κυκλαδικό νησί μια μικρού μεν μεγέθους αλλά αξιόπιστη πολεμική βιομηχανία για την ενίσχυση των επαναστατών.
Η Ατμοπλοΐα Σύρου ίδρυσε επίσης εργοστάσια κατασκευής ρουχισμού και υποδημάτων αλλά και παραγωγής αλεύρων για τις ανάγκες της επανάστασης.
Η Σύρος εξελίχθηκε έτσι σε προωθημένη ναυτική-πολεμική και βιομηχανική βάση της επαναστατημένης Κρήτης και σε κέντρο ανεφοδιασμού και επιμελητείας της.
Όταν η κρίση εντάθηκε με την αύξηση των σφαγών και των ατιμώσεων των Χριστιανών από τους Οθωμανούς, αλλά και των θανάτων από την πείνα και το ψύχος, καλλιεργήθηκε η ιδέα της αντιμετώπισης του όλου προσφυγικού ζητήματος ως αποκλειστικά ανθρωπιστικού, και αυτό προκειμένου να πεισθούν οι Μεγάλες Δυνάμεις να μεταφέρουν κρητικές οικογένειες στην Ελλάδα με πλοία των στόλων τους που ναυλοχούσαν στη Σούδα ή διέσχιζαν τη νοτιοανατολική Μεσόγειο με βάση εξόρμησης το μεγάλο αυτό φυσικό λιμάνι της Κρήτης. Εάν συνέβαινε αυτό, σε δύο ή τρεις μήνες το αργότερο, η κρίση θα είχε ξεπεραστεί, δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά πλοία ήταν περισσότερα από 30. Τότε αποδείχθηκε όμως ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στερούνταν τέτοιων ευαισθησιών.
Ιδού τι ανέφερε ο Έλληνας πρόξενος στα Χανιά Σακόπουλος στον υπουργό Δεληγεώργη την 13η Δεκεμβρίου 1866 σχετικά με συνάντηση όλων των προξένων και των πλοιάρχων στο σπίτι του Αυστριακού προξένου.
«Συναθροισθέντες εν τη οικία του κ. Στίγλιτζ, ούτος είπεν ότι έχων διαταγάς να μένη ουδέτερος δεν επιτρέπει εις τους Αυστριακούς πλοιάρχους να παραλάβωσιν οικογενείας, καθότι πράξις τοιαύτη δεν είναι άλλο ειμή ανάμειξις εις τας μεταξύ της εγχωρίου (τουρκικής) αρχής και των επαναστατών σχέσεις. Ο δε Γάλλος πλοίαρχος, όστις, ως όλοι οι ενταύθα Γάλλοι υπάλληλοι, δεν αποκρύπτει την προς τους χριστιανούς της Κρήτης δυσμένειάν του, απήντησεν ότι εις ουδεμίαν περίπτωσιν θέλει προβεί εις τοιαύτην πράξιν. Ο Ιταλός πλοίαρχος και ο πρόξενος επίσης είπαν ότι έχουσιν οδηγίας να ενεργήσωσιν όχι μονομερώς, αλλά από κοινού μετά των λοιπών. Εγένετο λόγος να ζητηθή η άδεια της εγχωρίου (τουρκικής) αρχής. Αλλά ο κ. Derché, ο Γάλλος πρόξενος, απεφάνθη ότι και αυτή ακόμη η ερώτησις αποτελεί ανάμειξιν εις τας υποθέσεις της εγχωρίου αρχής»!
Στη σύσκεψη δεν ήταν παρών ο κυβερνήτης της αγγλικής κανονιοφόρου Assurance, πλοίαρχος Pym, ο οποίος, επειδή μετέφερε στην Ελλάδα γυναικόπαιδα, μετατέθηκε στη Μάλτα από το αγγλικό ναυαρχείο.
Ο Σακόπουλος προσθέτει νέο στοιχείο στην τραγωδία που ζούσαν στις παραλίες οι άστεγες, πεινασμένες και υποφέρουσες από το ψύχος οικογένειες τονίζοντας στην ίδια έκθεσή του: «2.000 ψυχαί, κύριε υπουργέ, γυμναί και λιμώττουσαι, που είχαν κατέλθει στην παραλία της Σούγιας, αναμένουσαι πλοίο, εξαπατήθηκαν από οθωμανική φρεγάτα, η οποία προσήγγισε την περιοχή χωρίς να έχει υψωμένη σημαία στον ιστό της, σκόπιμα, για να πυροβολήσει εναντίον τους, με συνέπεια να σκοτωθούν πολλοί άμαχοι».
Από το προξενικό Σώμα στα Χανιά μόνο ο Αμερικανός πρόξενος Stillman και ο Ρώσος πρόξενος Δενδρινός (ελληνικής καταγωγής) ήταν θερμοί υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κρητών, με τον Stillman να συγκεντρώνει τα πυρά και τις διαμαρτυρίες των ευρωπαίων συναδέλφων του ή των κυβερνήσεών τους για την φιλοκρητική – φιλοχριστιανική στάση του.
Διαβάστε το δεύτερο και το τρίτο μέρος του αφιερώματος.