Με τον Σπυρέτο, είµαστε µαζί από παιδιά. Από τα Λυκόπουλα! Μαζί γραφτήκαµε, µαζί πηγαίναµε, µαζί µας διώξανε. Γιατί είµαστε, λέει, άτακτα και ανυπάκουα και κοροϊδεύαµε τις γρηούλες και σπάγαµε τους γλόµπους στο δρόµο και άλλα τέτοια, που εγώ δεν συµµετείχα, αλλά µε έµπλεξε, το αλάνι, άδικα. Και τι καταλάβανε; Τα ίδια συνέχισε ο µόρτης που έλεγε και παλιοκουβέντες στα κορίτσια.
Τέλος πάντων, µεγαλώσαµε, σοβαρέψαµε, χαθήκαµε και ξαναβρεθήκαµε, στο λιµανάκι. Εγώ είχα µια βαρκούλα, την “Μαιρούλα” και ο Σπυρέτος ένα ιστιοπλοϊκό, την “Γερόντισσα”, τόσο παληό, που αν ήταν αχθοφόρος θα είχε πάρει δυο φορές σύνταξη και «εφ άπαξ». Το είχε βρει κοµµάτια, λέει, και το µπάλωσε µε δόσεις.
Που λέτε, εγώ έρριχνα καµµιά πετονιά, τις Κυριακές και τις εξαιρέσιµες, που άφηνα να ξεκουραστεί το φορτηγάκι “ΜΕΤΑΦΟΡΕ Ο ΣΒΕΛΤΟΣ” και να φάω και κανά γοβιό µπουργέτο.
Ο Σπυρέτος, έβγαινε µε τα πανιά, κάθε µέρα – καθ’ ότι άεργος εκ πεποιθήσεως – εκτός κι αν τσίµπαγε καµµιά δουλειά του ποδαριού από τους λιµανίσιους. Και δεν µπορώ να πω, αλλά έπιαναν τα χέρια του, του άτιµου και το µυαλό ‘ξυράφι’! Μέχρι που βρήκε τρόπο να µην πληρώνει µαρινιάτικα. αλλά δεν µου τον είπε.
Το λοιπόν, ένα απόγευµα, εκεί που δόλωνα το παραγάδι, νάσου ο Σπυρέτος, µε ένα τσουβάλι στην πλάτη. Τί είν’ αυτό ρε φιλαράκι, ρωτάω. «Μπαλόνι», µου λέει, µε θριαµβευτικό ύφος, σαν να έφερνε ολυµπιακό µετάλλιο. «Και φουσκώνει;» ξαναρωτάω. «Αµάν ρε ασχετοσύνη, µου πετάει κατάµουτρα, δεν έχεις δει τα πανιά τα µεγάλα σαν αλεξίπτωτα, που άµα τα σηκώσουνε, τρέχα να τους πιάσεις;».
Τα είχα δει που καµµιά φορά σκάζανε σαν τσιχλόφουσκες, αλλά δεν ήξερα πως τα λένε «µπαλόνια». Τέλος πάντων µου εξηγεί – στον άσχετο – πώς το σηκώνουνε και πώς κάνει το σκάφος να πετάει και πώς σε µια ώρα µπορεί να φτάσεις και στην Αίγινα. Και µου ξαναεξηγεί, ότι το πήρε από µια χήρα που το είχε για τέντα στην αυλή της, που πήγε να ασβεστώσει.
«Άµα θέλεις», µου πέταξε, «έλα την Κυριακή, να βγούµε βόλτα.»
Εγώ σκέφτηκα τα Λυκόπουλα που µε διώξανε χωρίς να φταίω, έκανα και τους συνειρµούς µε τα λιµανιάτικα που είχα να πληρώσω δυό χρόνια, αλλά το ξανασκέφτηκα, συµφώνησα και έδωσα το χέρι, που µύριζε δόλωµα-σαρδέλα.
Φτάνει, λοιπόν, η Κυριακή, φτάνω εγώ στο λιµανάκι και µέχρι να φτάσει και ο Σπυρέτος, χάζευα ένα τσίρκο µε σηµαίες, που είχε στήσει το τσαντήρι στην διπλανή αλάνα.
Κόβανε, που λες, στην ουρά εισιτήρια, έκοβα εγώ κάτι κωµικές φάτσες, που άµα τις βγάζανε στην σκηνή, θα έκοβαν τα διπλά, µου κόβει και µια φιλική σφαλιάρα ο Σπυρέτος που µε είδε αφηρηµένο στο πλήθος και σαλτάρουµε στην “Γερόντισσα”. Καθόµαστε στο «κόκπιτ» και αρχίζει το µάθηµα ιστιοπλοΐας.
Αυτή είναι η «τζούντα», αυτό είναι το «µαντάρι», αυτή είναι η «σκότα» – που εγώ άκουσα «κόττα» – αλλά το επανέλαβε στρατιωτικά και το εµπέδωσα. Και λύνουµε… Εδώ που τα λέµε, κόλωσα λίγο, γιατί φύσαγε ένας πουνέντες, λες και ο Ποσειδώνας είχε ξαπλώσει στα βοτσαλάκια µε όλους τους ανεµιστήρες του µαζί.
Σφίχτηκα, να πω, σαν από προαίσθηµα, αλλά από την µια, µην φανώ ρεζίλης, είχα και περιέργεια είχα και λίγη εµπιστοσύνη στο τσογλάνι, που δάγκωνε µια πίπα και έλεγε. «καιρός µέγκλα!».
Α! µου ’δειξε και έναν σωλήνα σαν κανόνι στο κατάρτι, που µου το είπε «σπινακόξυλο» κι’ ας µην είχε σκλήθρα ξύλο πάνω του. Εδώ, για να µην δείξω εντελώς ακοινώνητος, δεν του ζήτησα διευκρινίσεις.
Μην σας κουράζω µε τι µαρτύριο το σηκώσαµε – µου το είπε και «σπίνακερ» στα εγγλέζικα – εκείνο φουσκώνει, εγώ κρατάω την σκότα, εκείνο µε τραβάει, εγώ αντιστέκοµαι και δεν σας το κρύβω, το καµαρώνω παρ’ όλο που ήταν άσπρο-κόκκινο και είµαι ΑΕΚ.
Πέταγε, λοιπόν, η «βάρκα γιαλό», που λέει το άσµα, πέταγε κοροϊδευτικά ένα γλαρόνι από πάνω µας, πέταγα κι’ εγώ απ’ την χαρά µου που έβλεπα τ’ απόνερα και τ’ ακρογιάλια να φεύγουν πίσω µας, καπνός.
Όλα καλά, µέχρι που µου πετάει ανάµεσα από δόντια και πίπα. «πάµε για τσίµα». Απόρησα, γιατί το µυαλό µου πήγε σ’ ένα φαντάρο, στον στρατό, που τον φωνάζαµε «τσίµα-τσίµα» γιατί ήταν κοντός σαν γιουβαρλάκι. Με συνέφερε όµως ο Σπυρέτος και άρχισε λεπτοµερώς. πώς πιάνουµε το σπινακόξυλο, πώς αλλάζουµε σκότες και άλλα τέτοια επιστηµονικά, µε ρώτησε τρεις φορές αν το κατάλαβα και πήγα στην πλώρη.
Μην µε ρωτήσετε πώς έγινε, γιατί κι’ εγώ δεν πήρα είδηση… και βρίσκοµαι στον αέρα ανάποδα, µε το σκοινί τυλιγµένο στο πόδι µου. Ο Σπυρέτος, µε την πίπα, µου έδινε οδηγίες: «κρατήσου» και «µην φοβάσαι, ρε» και «τι άντρας είσαι» και κάτι άλλο που δεν άκουσα. Εγώ κρατιόµουνα µεν από την σκότα, αλλά δεν µπορούσα να «κρατηθώ» από το «άλλο» και µούσκεψα µέχρι τον λαιµό.
Εν τω µεταξύ, µαζεύτηκε κόσµος στην παραλία, χειροκροτούσε, τράβαγε φωτογραφίες, γιατί θα νόµιζε ότι γινόταν επίδειξη. Πετάγονται και οι άλλοι από το τσίρκο και αφήσαν τις µαϊµούδες σύξυλες και έγινε το πανηγύρι. Κάποια στιγµή, σωριάστηκα κι’ εγώ στην «κουβέρτα», έκανα κρυφά το τάµα µου, έβρισα φανερά το παλιόσκυλο, που µε χτύπησε προστατευτικά στην πλάτη και βγήκαµε στον ντόκο.
Τί ήταν αυτό που επακολούθησε! Πέσανε όλοι πάνω µας, µας αγκαλιάζανε, µας φιλούσανε, ένας ζήτησε αυτόγραφο στο καπέλλο του – τι το ήθελε – κατεβαίνει η ιδέα στον Σπυρέτο, γυρίζει το δικό του ανάποδα και άρχισαν να πέφτουν τα κέρµατα βροχή. Εγώ καταντράπηκα… Έκανα πως δένω το παπούτσι µου και στρίβω «αλά γαλλικά».
Τον είδα την άλλη µέρα και το ρεµάλι δεν µου είπε πόσα µάζεψε, αλλά µου είπε ότι τον κάλεσε ο τσιρκάρχης για ταµία, γιατί τον προηγούµενο τον προβίβασε σε «τέως».
Και πήγε! Και τώρα ο Σπυρέτος κάνει κουµάντο, µε κόκκινη στολή και γαλόνια! Μάλιστα! Και το χειρότερο. µου παίρνει εισιτήριο, ο αλήτης!