Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Λεωνίδας Πελεκανάκης, ολυµπιονίκης, παγκόσµιος πρωταθλητής, άρχοντας των αγώνων ανοικτής θαλάσσης, αποφάσισε να δοκιµάσει την τύχη του σε µια τελευταία Ολυµπιάδα. Κοντά στα 40 πλέον, συνεταιρίστηκε µε τον κατά σχεδόν 20 χρόνια νεότερό του Γιώργο Κοντογούρη, για µία ακόµη απόπειρα διάκρισης στη διθέσια κατηγορία των Star.
Πρόκειται για τη «ναυαρχίδα της ιστιοπλοΐας», σύµφωνα µε τον Κοντογούρη, την πιο υψηλή µορφή της ναυτικής τέχνης. Σε αυτήν, ως παλικάρι 21 ετών, στον ρόλο του πληρώµατος µε καπετάνιο τον Ηλία Χατζηπαυλή, είχε πετύχει την πιο σηµαντική ολυµπιακή διάκρισή του – την έκτη θέση στους Αγώνες του Λος Αντζελες.
Τώρα, ως καπετάνιος πλέον – όπως και στο Σίδνεϊ µε τον Δηµήτρη Μπούκη – ήλπιζε να κάνει την υπέρβαση εντός έδρας, λίγα µίλια από τα νερά του Πειραιά στα οποία ανδρώθηκε ναυτικά. Στα τρία χρόνια προετοιµασίας, οι δύο ιστιοπλόοι ταξίδεψαν ευρέως – από το Μαϊάµι και το Κι Γουέστ (όπου βρήκαν την ευκαιρία να συµµετάσχουν και σε αγώνα ανοιχτής θαλάσσης) έως την Πορτογαλία, την Ιταλία και το Μέντεµπλικ της Ολλανδίας.
Μεταξύ άλλων πήγαν και στο Κίελο της Γερµανίας, όπου δεν υπήρχαν γερανοί για να βγάζουν τα σκάφη έξω από το νερό όταν δεν έτρεχαν. Αντ’ αυτού, εξιστορεί ο Κοντογούρης, τα πληρώµατα βουτούσαν κάθε πρωί στα παγωµένα νερά – «ήταν µεν Μάιος, αλλά δεν ήταν πάνω από 10 βαθµούς η θερµοκρασία» – και καθάριζαν τα κύτη από τη γλίτσα. «Ο µόνος που δεν το επέτρεπε αυτό, που το έκανε ο ίδιος, ήταν ο Λεωνίδας», θυµάται ο συναθλητής του. «Πάντα έκανε τις “βρώµικες” δουλειές µόνος του – τα πλυσίµατα, τις αλοιφές. Ένας άνθρωπος χωρίς ίχνος έπαρσης. Τέτοιους έχω γνωρίσει στην ιστιοπλοΐα ελάχιστους, µετρηµένους ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού».
Στην Αθήνα πέτυχαν σπουδαία αποτελέσµατα, ακόµη και πρωτιά σε µία από τις κούρσες. Βυθίστηκαν από δύο κυρίως αναποδιές, η µία εκ των οποίων περιλάµβανε ένα σπασµένο σπινακόξυλο. «Ο Λεωνίδας είχε επιµείνει να αφαιρέσουµε το άλλο, για να µην έχουµε το επιπλέον βάρος. Όταν έσπασε, µου φώναζε να κρατήσω τον φλόκο µε τα χέρια, ενώ φυσούσε µανιασµένα. Πήγαµε να πλακωθούµε, µπροστά στις κάµερες!» θυµάται γελώντας ο Κοντογούρης. «Λίγο αργότερα καβατζάραµε στα όρτσα και µου χτύπησε ενθαρρυντικά το πόδι. “Πάµε, Γιώργο, πάµε!”, σαν να µην είχε συµβεί τίποτα». Τελείωσαν ενδέκατοι, όπως και στο Σίδνεϊ. Αλλά το ταξίδι είχε υπάρξει ωραίο, άξιζε που είχαν βγει στον δρόµο.
Ατενίζοντας τον Σαρωνικό.
Ο Λεωνίδας γεννήθηκε και µεγάλωσε στη γειτονιά του Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα. Από το σπίτι του φαινόταν η θάλασσα. Με κάθε ευκαιρία, έβγαινε στο µπαλκόνι και την κοιτούσε, θαµπωµένος. «Έβλεπε τα ιστιοπλοϊκά να κατακλύζουν τον Σαρωνικό και ήθελε να είναι και αυτός εκεί», θυµάται η µικρή αδελφή του, Ιωάννα.
Μόλις στα 12 του, το πήρε απόφαση να γραφτεί στον Ιστιοπλοϊκό Όµιλο Πειραιώς. Ο πατέρας του, πολιτικός υπάλληλος στο Υπουργείο Άµυνας, δεν ενθουσιάστηκε µε την ιδέα. «Θεωρούσε τη θάλασσα επικίνδυνη», λέει η Ιωάννα. Αλλά ο µικρός ήταν ανυποχώρητος και οι πατρικές αντιστάσεις κάµφθηκαν – µε το παραπάνω. Βλέποντας ότι ο γιος του είχε «αγαπήσει το άθληµα µε όλη του την ψυχή», ο πατέρας του τον στήριξε ποικιλοτρόπως, ταξιδεύοντας µαζί του συχνά σε αγώνες ως συνοδός. Μεγαλώνοντας, γνωρίζοντας πόσο τον καµάρωνε η µητέρα του, όλη του η οικογένεια, συνέχισε να πηγαίνει τα µετάλλια και τα κύπελλά του σε ένα δωµάτιο στο πατρικό του.
Στα 18 του, λίγο αφότου αποφοίτησε από το 6ο Λύκειο Καστέλλας, κέρδισε το πρώτο χρυσό µετάλλιο σε πανελλήνιους αγώνες, στην κατηγορία των Finn. Γράφτηκε στη Γυµναστική Ακαδηµία, όπου έλαβε την ειδικότητα του προπονητή ιστιοπλοΐας και παράλληλα συνέχισε τον πρωταθλητισµό.
Την περίοδο µεταξύ των µεγαλύτερων επιτυχιών του – το Λος Αντζελες το ’84 και το παγκόσµιο χρυσό στην κατηγορία Soling το 1993, µε τον Δηµήτρη Δεληγιάννη και τον Τάσο Μπουντούρη – άρχισε να διδάσκει στον ΙΟΠ. Εκεί, το 1987, τον γνώρισε ο Νίκος Δαµιανός, µετέπειτα συν-εκπαιδευτής του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίµων και στα ίδια πληρώµατα στο Ράλλυ Αιγαίου. «Δουλευταράς, µε απίστευτες τεχνικές γνώσεις… Μας έµαθε τη σύγχρονη ιστιοπλοΐα», θυµάται. Πριν από κάθε αγώνα, «ερχόταν µε το φουσκωτό, τσεκάριζε αν ήµαστε καλά ρυθµισµένοι και µετά ύψωνε τον αντίχειρα ή έριχνε µια µπουνιά στην µπουνιά. Και στο τέλος ερχόταν πάλι, να µας πει τι κάναµε σωστά, ποια ήταν τα λάθη µας, πώς να βελτιωθούµε».
Ο Θόδωρος Τσουλφάς, µετέπειτα πρωταθλητής, ήταν και αυτός µαθητής του Λεωνίδα. «Ήταν σαν µεγάλος αδελφός», λέει. «Μας βοήθησε πάρα πολύ σαν ανθρώπους και σαν προσωπικότητες». Οι Δαµιανός και Τσουλφάς θυµούνται την πρώτη µεγάλη περαντζάδα που έκαναν µαζί του, γυρνώντας από το Ηράκλειο στην Αθήνα το ’93 µε τον “Ωκύαλο”. Ο καιρός ήταν άγριος, κόντρα, αλλά ο Πελεκανάκης ήταν η ενσάρκωση της αταραξίας. Για τους µικρούς ήταν ένα πραγµατικό βάπτισµα του πυρός.
Οσοι βρέθηκαν µαζί του – τη δεκαετία του ’90 που εξελίχθηκε σε κορυφαίο τιµονιέρη σε ελληνικούς και διεθνείς αγώνες ανοιχτής θαλάσσης, στα θρυλικά σκάφη “Αταλάντη” του Γιώργου Ανδρεάδη, ή από τα µέσα της επόµενης δεκαετίας, στα Ράλλυ Αιγαίου όπου συµµετείχε ως κυβερνήτης των οµάδων της Σχολής Ναυτικών Δοκίµων – µιλούν για την ήρεµη δύναµή του. Ήταν άριστος ναύτης, που γνώριζε κάθε σπιθαµή των σκαφών, δεξιοτέχνης στο τιµόνι, υποµονετικός µε τους «νέους» – και αθεράπευτος πλακατζής. Ταξίδευε πάντα χωρίς καπέλο, γιατί του άρεσε η αίσθηση του θαλασσινού αέρα στα µαλλιά του.
Ο Δεληγιάννης θυµάται επεισόδιο στο Ικάριο σε Ράλλυ Αιγαίου, µε οκτώ και πλέον µποφόρ, µε το κλείστρο του hatch να σπάει και να γεµίζει το σκάφος νερά. «Ήταν καταλυτική η παρουσία του. Το κουβεντιάσαµε ήρεµα, κάναµε µια ανθρώπινη αλυσίδα µε κουβάδες και κρατήσαµε τη στάθµη από το ανέβει κι άλλο, ώσπου φτάσαµε σε ένα πιο υπήνεµο µέρος. Και τερµατίσαµε κανονικά, δεν εγκαταλείψαµε».
Τελευταία εκπαίδευση
Στις αρχές του περασµένου Οκτωβρίου, έβγαλε για τελευταία φορά στα ανοιχτά τους ναυτικούς δοκίµους στα Dromor 48 του Π.Ν. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στην τήρηση των µέτρων για τον κορωνοϊό, αλλά ο πανούργος αυτός εχθρός βρήκε τον τρόπο να τον πλήξει – προκαλώντας του µια σπάνια µορφή µυελίτιδας που τον οδήγησε στην εντατική. Πάλεψε γενναία για σχεδόν δύο µήνες, αλλά εξέπνευσε στις 14 Ιανουαρίου, σε ηλικία µόλις 58 ετών. Αφήνει πίσω τρία παιδιά που λάτρευε και τον κόσµο της ιστιοπλοΐας – και οποιονδήποτε είχε την τύχη να τον γνωρίσει – βυθισµένο στη θλίψη.