«Θέλω να σου πω πως το σκάφος είναι διαθέσιµο για 6 ηµέρες, όχι 7… εξακολουθείς να το θέλεις;». Απογοήτευση, χωρίς εναλλακτική. «Το θέλω!» απάντησα στο τηλεφώνηµα και το deal µε τη µαρίνα Λευκάδας για ένα Jeanneau Sun Odyssey 34 του΄20 είχε ολοκληρωθεί. Καµιά φορά σαν όλα να πηγαίνουν στραβά αλλά είναι ωραίο να φέρνει κανείς τον χρόνο στα µέτρα του. Εµείς οι τέσσερις, η Γεωργία, η Έλενα, ο Σπύρος και ο Γαβριήλ, στις 10 Αυγούστου θα ήµασταν εκεί µε στόχο το Βόρειο Ιόνιο και ίσως το δυτικότερο άκρο του, τους Οθωνούς, αν ο χρόνος και οι αντοχές µας το επέτρεπαν.
Δεν υπήρχε πιο ταιριαστό όνοµα σκάφους για εµάς κατά γενική οµολογία: Lost in translation έγραφε η πρύµνη, η πλώρη µας και σίγουρα το εγώ µας. This shows the course to port or δεξιά… ολοκλήρωνε το check in δείχνοντας την ηλεκτρονική πυξίδα ο υπεύθυνος της αγγλικής εταιρείας από την οποία κλείσαµε το σκάφος που αποδείχτηκε εξαιρετική επιλογή για τους τέσσερίς µας.
Ο ήχος της γέφυρας ήταν αναµφίβολα από τις πιο αγχωτικές εµπειρίες της ηµέρας παράλληλα µε τα κορναρίσµατα της ουράς χιλιοµέτρων σταµατηµένων αυτοκινήτων πριν και µετά από αυτή. 35 µίλια µετά φτάναµε στους Παξούς και δέναµε στο Μογγονήσι. Sup, παιχνίδια, µπύρες στα βράχια και µαγείρεµα ήταν αρκετά για να γεµίσουν µε γέλια και πειράγµατα την 1η ηµέρα µας στο σκάφος. Το επόµενο πρωί θα ήταν και το µόνο των διακοπών µας που θα ξυπνούσαµε χωρίς βιασύνη. Σε αυτό το συµπέρασµα καταλήξαµε στο meeting µας κατά τη διάρκεια του καφέ µας, γιατί η απόφαση είχε ληφθεί: θα φτάναµε στους Οθωνούς, το µεγαλύτερο από τα Διαπόντια νησιά σε 2 ηµέρες από σήµερα!
Η παραλία Κηπιάδι των Παξών µας φιλοξένησε για τις επόµενες ώρες ως αργά το µεσηµέρι, µε παιχνίδια, µουσική, ποτά και υποβρύχιες φωτογραφήσεις -µε τα αγαπηµένα gadget του Σπύρου- οπότε και ξεκινήσαµε την αναζήτηση κατάλληλης θέσης για διανυκτέρευση στην Κέρκυρα. Ποτέ δεν θέλουµε να µένουµε στην άγκυρα…και ποτέ δεν µένουµε χωρίς βάρδιες ανεξάρτητα από το πόσο µας καθησυχάζει το δελτίο καιρού. Ο Πετριτής όµως της Κέρκυρας όπως µας συµβούλεψαν αυτοί που ξέρουν, αποδείχθηκε ιδανικό µέρος για αρόδου ακόµα και χωρίς βάρδιες και πρόσφερε ευκαιρία ανεφοδιασµού µε καλούδια από το λιµάνι και φίλους που ήρθαν για ένα γειά, ένα χαµόγελο, ένα νυχτερινό µπάνιο, ένα τσίπουρο µε µεζέ.
06:00 το πρωί. Κανείς δεν θέλει να µιλάει τέτοιες ώρες, η συνεννόηση γίνεται µε τα µάτια… ποιος πάει άγκυρα, µπαλόνια µέσα, όλες οι κινήσεις στον αυτόµατο. Μία ώρα µετά µας υποδέχεται η ανατολή που κοιτάζοντάς την αχόρταγα γλυκαίνει κάθε κούραση και αυπνία. Είχαµε µπροστά µας 50 µίλια περίπου και η Κέρκυρα δεν έλεγε να τελειώσει. Φρούριο, Βίδο, Δροσιά… Στο στενό της Κέρκυρας µε την Αλβανία -αν και το βλέπεις στον χάρτη- εντυπωσιάζεσαι από το πόσο κοντά είναι τα σύνορα των χωρών καθώς το σκάφος κινείται στο µεταίχµιο δύο κοµµατιών γης σε µια λωρίδα θάλασσας.
Με πλώρη για Οθωνούς µετά τον Ψύλλο και τις µικρές βραχονησίδες διαπλέουµε την Ερεικούσσα και η κούραση αλλά και η ανυποµονησία να δέσουµε κάπου µας κάνει να κοιταζόµαστε µεταξύ µας. «Μήπως να σταµατήσουµε στην Ερεικούσσα; …εε;» Το λιµάνι της µας φαίνεται φιλόξενο και το µυαλό ήδη στρατολογεί χίλιες δικαιολογίες για να σταµατήσουµε εκεί «είναι και δύσκολο το λιµάνι των Οθωνών, θέλουµε και άλλες 2 ώρες ακόµα…» Δηµοκρατία στο σκάφος, όµως ψάχνουµε µε το βλέµµα αυτόν τον ένα ανάµεσα µας που δεν θα υποχωρήσει -ο Σπύρος είναι πάντα αυτός- και συνεχίζουµε για Οθωνούς. 16:00 πια µπαίνουµε στο λιµάνι υπό την καθησυχαστική φωνή και τις οδηγίες του υπεύθυνου της µαρίνας:
– «Καλωσήλθατε!»
– «Καλώς σας βρήκαµε!» απαντάµε µε καµάρι, δεµένοι πια στο νησί µε συγκίνηση σαν τον Κολόµβο που ανακάλυψε την Αµερική.

Οι Οθωνοί, το νησί της Καλυψώς, η Ωγυγία κατά τον Όµηρο, ένα τελευταίο κοµµάτι Ελλάδας µεταξύ Αλβανίας και Ιταλίας, κατοικείται από Έλληνες, αρκετοί εκ των οποίων είναι παιδιά µεταναστών στις ΗΠΑ που έχουν αναπτύξει εκεί τις εµπορικές επιχειρήσεις τους. Με µια ενέργεια µοναδική, εκεί στο δυτικότερο άκρο της Ελλάδας, τέσσερις φίλοι λάτρεις της θάλασσας µαγευτήκαµε πάνω σ ένα κοµµάτι ξηράς στο σταυροδρόµι τριών χωρών. Και υποσχεθήκαµε πως θα ξαναβρεθούµε εκεί για εκείνη την ηρεµία, τις βουτιές στα βράχια, το ηλιοβασίλεµα, τις γάτες, τα µονοπάτια και το άρωµα του φασκόµηλου.
Πάλι 6:00 το πρωί µπροστά µας απλώνονται 60 µίλια διαπλέοντας τη δυτική πλευρά της Κέρκυρας αυτή τη φορά µε προορισµό το λιµάνι του Γάιου στους Παξούς. Το δελτίο καιρού ήταν µε το µέρος µας, οι προµήθειές µας αρκετές ώστε να περάσουν οι ώρες ευχάριστα, µε φρούτα, µεζέδες, σταυρόλεξα, συζητήσεις, παιχνίδια, βιβλία, ξεκούραση αλλά και αυτές τις ατελείωτες ώρες σιωπής, ενός άτυπου διαλόγου του καθένα από εµάς µε τη φύση, το µυαλό, τις σκέψεις, το ταξίδι του.
«Με σένα θα ασχολούµαστε όλη την ηµέρα;» ούρλιαξε ξαφνικά χλευάζοντας ένας πάνω από ένα σκάφος που ίσως, µάλλον, πιθανόν να µην συµφωνούσε µε τον τρόπο χειρισµού της άγκυράς µας. Πόση διαφορά από την αντιµετώπιση του λιµανιού των Οθωνών… Και πώς κάθε φορά επιβεβαιώνει κανείς πως οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά. Όµως ο Γάιος µας αποζηµίωσε -παρά τις αντιρρήσεις του όποιου τυχόν καπετάνιου χωρίς ναυτοσύνη- καθώς ρίξαµε πρυµάτσες στον Αγ. Νικόλαο και κατευθυνθήκαµε µε το dinghy απέναντι για βόλτα στο γραφικό λιµάνι και µπάνιο στην µικρή παραλία του. Δεν ξέρω γιατί αλλά µείναµε πολλή ώρα εκεί. Αυτή την ώρα που ο ήλιος πέφτει και τα χρώµατα καθηλώνουν τις ψυχές µε τα µάτια καρφωµένα σε ό,τι η φύση έχει να προσφέρει. Τα βήµατά µας οδήγησαν στην εκκλησία της Αναλήψεως για ένα κεράκι, ανήµερα της Παναγίας σαν ένα αδιόρατο χρέος ευγνωµοσύνης στα όσα γεύεται η ψυχή.
Αποφασίσαµε να µαγειρέψουµε στο σκάφος και ο έπειτα Γαβρήλος αναλαµβάνοντας για άλλη µια φορά τη µηχανή του dinghy µας οδήγησε στο λιµάνι για βόλτα, ψώνια και παγωτό. Και εκεί χαµένοι στα σοκάκια του Γάιου µε τα κεραµιδί, εκρού και λευκά σπιτάκια, ανάµεσα στο πλήθος του κόσµου και την απίστευτη ζέστη ακόµα και αργά τη νύχτα, µια παρέα ολοκλήρωνε σιγά σιγά το ταξίδι της στο Ιόνιο.
Είναι 8.30 το πρωί της τελευταίας ηµέρας πριν φτάσουµε στη Λευκάδα ρίχνοντας άγκυρα στο Βουτούµι, την υπέροχη παραλία των Αντιπαξών για να απολαύσουµε «µπανάρα» όπως λέει η Έλενα γουρλώνοντας τα µάτια µε ενθουσιασµό. Απίστευτα νερά, υπέροχη ώρα, φανταστικό τοπίο. Σύντοµα ωστόσο έπρεπε να φύγουµε για να είµαστε on time την ώρα που θα άνοιγε η γέφυρα της Λευκάδας.

Αυτή η αναµονή πριν τη γέφυρα µε τον αέρα να δυναµώνει και τα σκάφη να πληθαίνουν, θύµιζε προετοιµασία για εκκίνηση αγώνων! Αυτό το όοολοι µαζί πάνω και όλοι µαζί κάτω µε τα µπαλονάκια µας ριγµένα και στις δυο πλευρές αναµένοντας να ακουστεί το πολυπόθητο σφύριγµα της γέφυρας κράτησε µία ώρα αλλά µας φάνηκε αιώνας. Όταν µπήκαµε στη σειρά για να περάσουµε το στενό η ξηρά φαινόταν δίπλα µας απειλητική και τα άλλα σκάφη έµπαιναν ενδιάµεσα κοιτώντας µε στα µάτια για να παραχωρήσω τη σειρά µου σαν να οδηγούσαµε αυτοκίνητα. «Παιδιά κοντά µου!» έλεγα στα παιδιά και «έλα καλό µου» έλεγα στο σκάφος – που παρεµπιπτόντως πάντα µα πάντα ακούει! Μπαίνοντας πια στον δίαυλο και αφήνοντας δεξιά τις κόκκινες σηµαδούρες η προσέγγιση µε πρύµα αέρα στο βενζινάδικο της µαρίνας µαζί µε άλλα 60 σκάφη αποδείχθηκε εφιαλτική µεν, αλλά ιδανικό «σχολείο» για τους χειρισµούς στα ανάποδα µε µηχανή και χωρίς bow. Για δύο σχεδόν ώρες µε µπαλόνια στα χέρια, λεπτούς χειρισµούς και κινήσεις πάνω στο νερό, τόσα σκάφη σαν γλάροι που τους σπρώχνει το κύµα και παλεύουν να µην ακουµπήσουν µεταξύ τους, κατορθώσαµε να γεµίσουµε πετρέλαιο και επιτέλους να κατευθυνθούµε στη µαρίνα Λευκάδας.
«Σας περιµένουµε, over» απάντησαν στο VHF και η τελευταία διαδροµή του lost in translation µαζί µας το βρήκε δεµένο πια στη µαρίνα, ασφαλές, λίγο πιο ώριµο, γεµάτο µε εικόνες, υπέροχα ηλιοβασιλέµατα, γέλια, µουσικές, συζητήσεις, σιωπές. ‘Ήταν η 3η µας φορά στο Ιόνιο, οι ίδιοι άνθρωποι, η ίδια παρέα αλλά κάθε φορά µια διαφορετική εµπειρία. Ποια είναι η συνταγή που κάθε φορά πετυχαίνει; Προσωπικά αδυνατώ να απαντήσω. Μπορώ όµως να υποθέσω πως είναι αυτοί οι τόσο διαφορετικοί, τόσο κανονικοί άνθρωποι που χωρίς ο ένας την προσωπικότητα του άλλου οι διακοπές τους θα είχαν µια θαµπάδα πριν ακόµα ξεκινήσουν. Και φαίνεται φυσικά στο αποτέλεσµα. Στις διακοπές των περισσότερων µιλίων. Στις διακοπές των πιο πρωινών ξυπνηµάτων, των πιο πολλών ανατολών – τη δύση πάντα την προλαβαίνεις. Στις βουτιές στα βράχια. Στον ελληνικό καφέ. Στον ανυπόφορο ήχο της µηχανής. Στο γέλιο. Στο άρωµα της οµελέτας εν πλω. Στο σκίτσο της Έλενας στις σκιτσοµαχίες. Στο τραγούδι του Σπύρου. Στο άκουσµα του «γειά σου καπετάνισσα». Στις αναµνήσεις που πλέξαµε έτσι για να πούµε πως ολοκληρώσαµε για άλλη µια φορά την υπόσχεσή µας. Γιατί απλά, πάντα τη διαφορά την κάνουν οι άνθρωποι…