98 χρόνια από την τραγωδία του γερμανικού πολεμικού ναυτικού στο Σκάπα Φλόου. ΒΕΡΟΛΙΝΟ: «Βυθίσατε τον στόλο μας, μην τον παραδώσετε στους Άγγλους»
Στις 21 Ιουλίου 1919, πρίν 98 χρόνια δηλαδή, στη βρετανική ναυτική βάση, της Σκωτίας, Σκάπα Φλόου, διαδραματίστηκε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες, στην παγκόσμια ιστορία, με θύτη και θύμα τον μέχρι πριν λίγους μήνες δεύτερο σε ισχύ πολεμικό στόλο του κόσμου. Τον γερμανικό.
Στις 11 παρά τέταρτο το πρωί της ημέρας εκείνης 50 αντιτορπιλλικά, 10 καταδρομικά και 11 θωρηκτά της ηττημένης από τον Νοέμβριο του 1918 (όταν τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος), Γερμανίας, αγκυροβολημένα ως αιχμάλωτα των νικητών (Βρετανών), στο Σκάπα Φλόου, και προορισμένα, βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919) να περιέλθουν στη Μεγάλη Βρετανία, ύψωσαν ξαφνικά τη γερμανική σημαία και αμέσως μετά άρχισαν να αυτοβυθίζονται.
Γερμανική ήττα, αγγλική αποτυχία
Από τα 71 γερμανικά πολεμικά, μόνο των οκτώ η αυτοβύθιση δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής, με συνέπεια να περιέλθουν στους Βρετανούς.
Η Μεγάλη Βρετανία, απέτυχε έτσι να προσθέσει έναν ακόμη στόλο, στον δικό της, πρώτο σε ισχύ σε όλο τον κόσμο.
Η αυτοβύθιση, ωστόσο, του μεγαλύτερου μέρους του πολεμικού στόλου της Γερμανίας προκάλεσε πραγματικό σοκ στον γερμανικό λαό και βαθιά εντύπωση στην κοινή γνώμη των νικητών, ενώ απασχόλησε επί ημέρες και εβδομάδες τον διεθνή Τύπο της εποχής. Γεγονός πάντως είναι ότι ικανοποίησε το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας των Γερμανών ναυτικών, αφού η ηττημένη κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο χώρα τους όφειλε να παραδώσει τον στόλο της στο Σκάπα Φλόου, στους Άγγλους, αλλιώς οι τελευταίοι (νικητές του πολέμου) θα τον κατελάμβαναν βιαίως.
Στους ναυστάθμους της Γερμανίας, παρέμειναν, λείψανα της πολεμικής παραφροσύνης του Α’ Ράιχ, 12 αντιτορπιλλικά, έξι ελαφρά καταδρομικά, έξι θωρηκτά και 12 τορπιλλάκατοι. Όλα παλιά και σάπια, σχεδόν.
Οι αριθμοί των σκαφών αυτών ορίζονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που αποδέχθηκαν, παρά τη δυσθυμία τους, οι Γερμανοί.
Επαχθείς όροι
Ένας από τους δυσβάστακτους όρους που αφορούσαν το γερμανικό πολεμικό ναυτικό, ήταν ότι απαγορευόταν στους Γερμανούς να έχουν στο μέλλον, έστω και ένα υποβρύχιο!
Τους απαγορευόταν επίσης η ναυπήγηση νέων πολεμικών σκαφών, άνω των 10.000 τόννων, ενώ όλες οι οχυρώσεις τους στις γερμανικές θάλασσες θα καταστρέφονταν και οι ναυτικές αποικιακές βάσεις τους, μαζί με τις αποικίες τους, θα παραδίδονταν στους νικητές (ανάλογης δριμύτητας ήταν και οι όροι των νικητών ως προς τη σύνθεση και τη δύναμη του γερμανικού στρατού και της γερμανικής αεροπορίας).
Η θηλειά των νικητών πέριξ του Ναυτικού της Γερμανίας έκλεινε με την υποχρέωση που επέβαλαν στους ηττημένους, να διατηρούν στον υποτυπώδη πλέον στόλο τους, δύναμη ανδρών όχι ανωτέρα των 15.000, από τους οποίους οι 1.500 θα ήταν αξιωματικοί και υπαξιωματικοί. Ενώ τους απαγορεύθηκε και η διατήρηση του Γενικού Επιτελείου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο επεδίωξαν οι νικητές να εξουδετερώσουν στο μέλλον το γερμανικό πολεμικό ναυτικό, που με επικεφαλής τα φοβερά υποβρύχιά του, έσπειρε, κατά την τετραετία 1914 – 1918 τον τρόμο στα εμπορικά πλοία των συμμάχων της “Αντάντ”, με τις πειρατικού τύπου επιθέσεις του εναντίον τους, στον Ειρηνικό, τον Ατλαντικό και τον Ινδικό ωκεανό, αλλά και στη Βόρειο Θάλασσα που για τους Βρετανούς η διατήρηση του ελέγχου της αποτελούσε πρώτης προτεραιότητας στρατηγικό στόχο, προκειμένου να επιτηρούν το Κίελο, βασικό ναύσταθμο των Γερμανών.
Αντίπαλες στρατηγικές
Το σοβαρό στρατηγικό πλεονέκτημα του βρετανικού πολεμικού ναυτικού ήταν η δυνατότητα να αποκλείσουν σχετικά εύκολα το γερμανικό πολεμικό ναυτικό στα στενά της Βόρειας Θάλασσας δεδομένου ότι είχε περισσότερα σκάφη επιφανείας και να υποχρεώσουν τον γερμανικό λαό σε στερήσεις σε τρόφιμα και καύσιμα, πέραν του ότι τα γερμανικά πλοία δεν θα μπορούσαν να κινηθούν εύκολα προς υπεράσπιση των πατρίων εδαφών και των αποικιών της Γερμανίας.
Αντίθετα, προς τη στρατηγική του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, ο γερμανικός υπερπόντιος στόλος επεδίωξε να χτυπήσει τον αντίπαλό του, όχι με απόβαση στην Αγγλία, αλλά με συνεχή πλήγματα στις βρετανικές αποικίες και τις περιοχές ζωτικών συμφερόντων της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Η ισχύς των δύο στόλων
Κατά την έναρξη του πολέμου, το 1914, οι Γερμανοί παρέταξαν 35 θωρηκτά, 90 αντιτορπιλλικά, 25 περίπου βαριά και ελαφρά καταδρομικά και 10 υποβρύχια. Ενώ οι Βρετανοί διέθεταν 55 θωρηκτά, 155 αντιτορπιλλικά, 60 καταδρομικά και 7 υποβρύχια.
Οι Βρετανοί δηλαδή είχαν επί πλέον 20 θωρηκτά, 65 αντιτορπιλλικά και 35 καταδρομικά. Υστερούσαν μόνο σε υποβρύχια, τομέα στον οποίο οι Γερμανοί πρόσθεσαν άλλα 45 στον στόλο τους, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ το αγγλικό Ναυαρχείο συνέχιζε να υστερεί στην παραγωγή μονάδων του όπλου αυτού. Οι Βρετανοί υπερείχαν επίσης σε δύναμη πυρός στη θάλασσα και διέθεταν, πολύ πλούσια ναυτική παράδοση, σε αντίθεση με τους Γερμανούς το ναυτικό των οποίων ήταν νέο. Και οι δύο στόλοι, αύξησαν τις μονάδες τους, σε μεγάλους αριθμούς, στη διάρκεια του πολέμου.
Στα τέσσερα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δύο στόλοι (Βρετανικός και Γερμανικός) συγκρούστηκαν μεταξύ τους σε ήσσονος σημασίας ναυμαχίες. Μία μόνο υπήρξε μεγάλη, εκ παρατάξεως. Αυτή, στη βόρεια χερσόνησο της Δανίας, Γιουτλάνδη, την 31 Μαΐου και 1η Ιουνίου 1916.
Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι το αποτέλεσμα της υπήρξε ισόπαλο. Άλλοι, κρίνοντας από τον αριθμό των πλοίων που βυθίστηκαν, έδωσαν τη νίκη στους Γερμανούς. Ενώ άλλοι, θεωρώντας το αποτέλεσμα μεσομακροπρόθεσμα, εκτίμησαν ότι κερδισμένη, παρά τις απώλειες των ναυτικών μονάδων της, βγήκε η Βρετανία, διότι πέτυχε στον σκοπό της: Τη διατήρηση του ελέγχου της Βόρειας Θάλασσας και του περιορισμού της δράσης του γερμανικού ναυτικού, το οποίο τελικά υπέστη, το 1918, την τύχη του συνόλου των γερμανικών πολεμικών δυνάμεων: Υποχρεώθηκε δηλαδή να παραδοθεί στον νικητή, χωρίς να έχει χάσει τον πόλεμο στις θάλασσες, αντίθετα με τις γερμανικές πολεμικές δυνάμεις της ξηράς που έχασαν τον αγώνα στα πεδία των μαχών και ζήτησαν ανακωχή.
Η ψυχολογία των ηττημένων
Αυτός ήταν ένας πρόσθετος λόγος που έκανε εξαιρετικά βαρύ το χρέος των αξιωματικών του γερμανικού πολεμικού ναυτικού, να παραδώσουν τις μονάδες τους στον εχθρό, 23 ημέρες μετά των καταθλιπτικών γι’ αυτούς όρων υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλιών.
Το Σκάπα Φλόου είναι ένας μεγάλος (μήκους 15 και πλάτους 8 ναυτικών μιλίων) θαλάσσιος χώρος, που σχηματίζεται μεταξύ των τριών νήσων Ορκάδες και του βορειότερου ακρωτηρίου της Σκωτίας.
Λόγω της φυσικής – γεωγραφικής του διάταξης απετέλεσε και στους δύο παγκόσμιους πολέμους ασφαλές αγκυροβόλιο για το μεγαλύτερο μέρος του Βρετανικού στόχου.
Εκεί μεταφέρθηκε, ο γερμανικός στόλος, μετά την παράδοσή του στον εχθρό (τους Βρετανούς), ως αιχμάλωτος, προκειμένου μετά τη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών να περιέλθει στην κατοχή της Μεγάλης Βρετανίας.
Κατά την οκτάμηνη παραμονή του στο Σκάπα Φλόου, μετά την παράδοσή του στους νικητές, την 21 Νοεμβρίου 1918, ο γερμανικός στόλος είχε ως πλήρωμα του μόνο Γερμανούς αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες, όπως προβλεπόταν από την ανακωχή που είχε συναφθεί λίγες ημέρες πριν, κατά τον τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αυτό έκανε ευκολότερη την άκρως απόρρητη απόφαση του Γερμανικού Ναυτικού Επιτελείου να μην παραδοθεί στου Βρετανούς ο στόλος του που είχε μεταφερθεί στο Σκάπα Φλόου, αλλά να αυτοβυθιστεί!
Η άκρως απόρρητη απόφαση
Την απόφαση κοινοποίησε προς τους διοικητές των γερμανικών αιχμαλώτων πολεμικών μονάδων, ο αρχηγός του Στόλου, αντιναύαρχος Ρώϋτερ: «Μην παραδώσετε τα πλοία σας. Βυθίστε τα».
Η διαταγή είχε φθάσει στους διοικητές των γερμανικών πλοίων αρκετές ημέρες πριν, με κρυπτογραφικό σήμα, με συνέπεια αυτοί να οργανώσουν με κάθε μυστικότητα την αυτοβύθιση των σκαφών τους, αφού συνεννοήθηκαν προηγουμένως, με το πλήρωμά τους.
Η αυτοβύθιση θα επραγματοποιείτο με οπές που θα άνοιγε το πλήρωμα σε διάφορα σημεία των πλοίων. Ενώ το θαλάσσιο ύδωρ θα εισέρχονταν ακάθεκτο στα σκάφη, τα πληρώματά τους θα τα εγκατέλειπαν, με τις βάρκες, που στο μεταξύ θα κατέβαζαν στη θάλασσα. Όλα έγιναν βάσει της διαταγής του Βερολίνου.
Οι Βρετανόι αντέδρασαν σπασμωδικά. Άρχισαν να κανονιοβολούν και πυροβολούν τα πληρώματα για να τα αναγκάσουν να επιστρέψουν στα πλοία τους. Δεν το πέτυχαν. Οι συλληφθέντες Γερμανοί αξιωματικοί και ναύτες ανήλθαν σε 1.860 (ήταν τα πληρώματα ασφαλείας), οι απωλέσαντες τη ζωή τους δεν υπερέβαιναν του 10 έως 15.
Η αυτοβύθιση του γερμανικού στόλου περατώθηκε στις 5 το απόγευμα της 21 Ιουλίου 1919. Τελευταίο πλοίο που έφθασε στο βυθό του Σκάπα Φλόου ήταν το γερμανικό καταδρομικό μάχης “Χίντενμπουργκ”, εκτοπίσματος 27.000 τόννων και 8 πυροβόλων των 305 ιντσών.
Η εκδίκηση
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αγκυροβόλιο Σκάπα Φλόου χρησιμοποιήθηκε πάλι από τους Βρετανούς ως ορμητήριο για τις επιθέσεις τους, κατά του γερμανικού στόλου και των γερμανικών ναυτικών βάσεων στη Βόρειο Θάλασσα. Γι’ αυτό και απετέλεσε υπ’ αριθμόν 1 στόχο των ναυτικών πολεμικών μονάδων του Χίτλερ, που εξαπέλυσαν εναντίον τους χιλιάδες βόμβες, εκτός από αυτές που έριξαν από αέρος τα αεροπλάνα του Γκαίρινγκ εναντίον των βρετανικών πολεμικών πλοίων και βάσεων, μέχρι τον Απρίλιο του 1940, εν είδει εκδίκησης για την τραγωδία του Ιουλίου του 1919.