Το ΑΡΚΑΔΙ δυστυχώς τέθηκε εκτός μάχης από τους Τούρκους δυο μήνες αργότερα την 7η Αυγούστου 1867. Αλλά η επανάσταση δεν έπεσε. Ή τουλάχιστον δεν έπεσε αμέσως, αλλά μετά 16 μήνες, διότι η ΕΝΩΣΙΣ και η ΚΡΗΤΗ στάθηκαν άξιοι συνεχιστές των κρητικών πλόων του ΑΡΚΑΔΙΟΥ, μεταφέροντας όχι μόνο πολεμοφόδια και εθελοντές αλλά και 60.000 συνολικά πρόσφυγες στην Ελλάδα, παρά την παρουσία στο Κρητικό Πέλαγος περισσοτέρων των 30 τουρκικών πολεμικών πλοίων.
Η απώλεια του ΑΡΚΑΔΙΟΥ έκανε Γενική Συνέλευση Κρητών να αποφασίσει, στις 10 Σεπτεμβρίου 1867, τη δημιουργία επαναστατικού στόλου από τέσσερις πολεμικές γαλέτες, έξι πολύκωπες τράτες και άλλα πλοία.
Η απόφαση προκάλεσε την οργή των ξένων προξένων στα Χανιά, που απείλησαν ότι οι χώρες τους θα χαρακτήριζαν τα πλοία της επαναστατημένης Κρήτης «πειρατικά» και οι στόλοι τους θα τα καταδίωκαν. Αλήθεια, τι έγινε η περίφημη «ουδετερότητα» των Μεγάλων Δυνάμεων;
Η δημιουργία επαναστατικού στόλου έπρεπε όμως να έχει τη συμπαράσταση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία μετά τον εξαναγκασμό του Κουμουνδούρου σε παραίτηση ακολουθούσε πολιτική υποταγής στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Έτσι, την 21η Σεπτεμβρίου 1868 ο Σακόπουλος, σε επιστολή του προς τον Μπογιατζόγλου της ΕΑΣ, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Βλέπων την τόλμην, την ανδρείαν και την δραστηριότητα των ναυτικών μας, θρηνώ την έλλειψιν 2 έως 3 θωρακωτών πλοίων και 4 έως 5 άλλων φρεγατών ή κορβετών. Αν είχαμε μικρόν στόλον, το Κρητικόν ζήτημα προ πολλού θα είχε λυθεί, όχι κατά το κέφι του λόρδου Στάνλεϋ ή του μαρκησίου Μουστιέ, αλλά κατά το κέφι του κρητικού λαού».
Στη συνέχεια ο Σακόπουλος τονίζει τα εξής βαρυσήμαντα:
«…Αν ημείς οι Έλληνες, ως έχομεν τολμηρούς και ανδρείους ναυτικούς, είχομεν και πολιτικούς άνδρας, ή μάλλον ειπείν πολιτικόν νουν… και κατασκευάζαμεν, δι’ ενός μέρους των δαπανηθέντων μέχρι τούδε εκατομμυρίων, 3-10 πλοία δι’αυτών, όχι μόνον της Κρήτης την ένωσιν εντός τριών μηνών θα εκατορθώναμεν, αλλά και της Χίου και της Ρόδου και της Μυτιλήνης και της Σάμου και όλων των μεταξύ της Ελλάδος και της Ασίας (νήσων) και αυτής της Κύπρου»!
Ο Σακόπουλος θα δικαιωνόταν εν μέρει 45 χρόνια αργότερα, όταν η Ελλάς με τον στόλο που απέκτησε με ναυαρχίδα τον ΑΒΕΡΩΦ και στόλαρχο τον Παύλο Κουντουριώτη κατεναυμάχησε τον τουρκικό, στο Αιγαίο, στο πλαίσιο του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και ενσωμάτωσε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στη μητέρα Πατρίδα.
Δυόμισι μήνες μετά την επιστολή του Σακόπουλου η Κρητική Επανάσταση οδηγήθηκε στο τέλος της ακριβώς λόγω της έλλειψης ελληνικού στόλου που θα στήριζε το ένα από τα δύο πλοία της, την ΕΝΩΣΗ, μετά από επιτυχή αναμέτρησή του με μοίρα του τουρκικού στόλου, υπό τον ναύαρχο Χόβαρτ πασά, έξω από τα νερά της Σύρου, την 2α Δεκεμβρίου 1868. Κατά τη ναυμαχία εκείνη η ΕΝΩΣΙΣ κατενίκησε την τουρκική ναυαρχίδα «Χουδαβενδικιάρ» και το ΙΤΖΕΔΙΝ, χάρη στην αξιοσύνη του κυβερνήτη της εμποροπλοιάρχου Σουρμελή, ο οποίος εξευτέλισε με τις εμπνευσμένες πρωτοβουλίες του και την τόλμη του τον αρχηγό του τουρκικού στόλου Βρετανό πλωτάρχη Αύγουστο Χόβαρτ-Χάμπντεν, που άφησε τον Τάμεσι και έσπευσε στον Βόσπορο για να περιβληθεί τον τίτλο του πασά και να καταστεί μισθοφόρος του σουλτάνου.
Ήταν η 6η πρωινή της 2ας Δεκεμβρίου 1868, όταν η ΕΝΩΣΙΣ επιστρέφοντας από την Κρήτη και πλέοντας μεταξύ Πάρου και Σύρου υπέστη την αιφνιδιαστική επίθεση τουρκικής μοίρας από τέσσερα σκάφη.
Το επαναστατικό σκάφος απάντησε αμέσως και έπληξε το ΙΤΖΕΔΙΝ στον τροχό του. Δεύτερη οβίδα της ΕΝΩΣΕΩΣ προκάλεσε πανικό στο πλήρωμα του τουρκικού σκάφους, ενώ η τουρκική ναυαρχίδα «Χουδαβενδικιάρ» έσπευδε προς βοήθειά του. Τότε ο Έλληνας εμποροπλοίαρχος πραγματοποίησε έναν ελιγμό που θα τον ζήλευαν οι ενδοξότεροι ναυμάχοι της Ιστορίας. Οδήγησε το σκάφος του για να καλυφθεί στο πλευρό του ΙΤΖΕΔΙΝ ώστε να αποφύγει τους κανονιοβολισμούς του «Χουδαβενδικιάρ», το οποίο ανέπτυξε ταχύτητα για να περάσει το ΙΤΖΕΔΙΝ, να στρίψει προς την πλευρά της ΕΝΩΣΕΩΣ και να της δείξει όλες τις τηλεβολοστοιχίες του, ώστε να βυθίσει το ελληνικό σκάφος με τον καταιγισμό των πυρών του.
Ο Σουρμελής όμως έκανε στροφή 180 μοιρών, έδειξε την πρύμνη του στο «Χουδαβενδικιάρ» και ελαχιστοποίησε έτσι τον στόχο της ΕΝΩΣΕΩΣ στην τουρκική ναυαρχίδα, εναντίον της οποίας έβαλε με το πρυμναίο πυροβόλο του. Η οβίδα του ελληνικού σκάφους διέσχισε το κατάστρωμα του εχθρικού από την πλώρη στην πρύμνη και φόνευσε πολλούς ναύτες από το πλήρωμά του, ενώ αμέσως μετά δεύτερη οβίδα του ελληνικού σκάφους αναστάτωνε το πλήρωμα του τουρκικού, που έσπευδε να κρυφτεί σε ασφαλή κατά το δυνατόν σημεία.
Στη συνέχεια η ΕΝΩΣΙΣ έσπευσε στο λιμάνι της Σύρου, όπου όμως εγκλωβίστηκε κατά παράβασιν του Διεθνούς Δικαίου από την τουρκική μοίρα, η οποία αυξήθηκε στο μεταξύ σε δέκα σκάφη.
Η τουρκική ναυαρχίδα μάλιστα εισήλθε στο λιμάνι της Σύρου και παρέμεινε σ’ αυτό μέχρι την 4η Δεκεμβρίου, οπότε εξήλθε του λιμένος, αλλά παρέμεινε σε ζώνη αποκλεισμού του, με τα άλλα εννιά τουρκικά πολεμικά συνολικού αριθμού 181 πυροβόλων!
Ο ήρωας της ναυμαχίας Σουρμελής μέχρι εκείνη την ημέρα είχε διασπάσει τον αποκλεισμό της Κρήτης 25 φορές και είχε μεταφέρει στα παράλιά της 4.000 μαχητές, 7.000 κιβώτια με όπλα και πυρομαχικά, 2.600 δέματα με ρουχισμό και υποδήματα και 52.000 σάκους αλεύρων.
Η κυβέρνηση Βούλγαρη έστειλε στις 4 Δεκεμβρίου 1868 τη ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου ΕΛΛΑΣ με εντολή να υπερασπιστεί τον λιμένα του νησιού. Η ελληνική ναυαρχίδα παρέμεινε στη Σύρο μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, οπότε και απέπλευσε για να επιστρέψει στον Ναύσταθμο του Πόρου, ενώ η τουρκική μοίρα παρέμεινε εκτός του κυκλαδικού νησιού, μη επιτρέποντας την έξοδο της ΕΝΩΣΕΩΣ.
Το «Χουδαβεδικιάρ» απεχώρησε της θαλάσσιας περιοχής της Σύρου την 9η Ιανουαρίου 1869, όταν οι δικαστικές αρχές του νησιού δέχτηκαν να συζητήσουν την αγωγή του Χόβαρτ πασά κατά της Ελληνικής Ατμοπλοΐας Σύρου επειδή το σκάφος ΕΝΩΣΙΣ, του οποίου, όπως είπαμε, είχε αναλάβει την εφοπλιστική διαχείριση, ανέπτυσσε δήθεν πειρατική δράση.
Η τουρκική μοίρα παρέμεινε όμως στην ευρύτερη περιοχή μέχρι που η ελληνική κυβέρνηση, την οποία είχε αναλάβει στο μεταξύ ο Θρασύβουλος Ζαΐμης, υπέκυψε στην αξίωση των Μεγάλων Δυνάμεων να δεχθεί τον Φεβρουάριο του 1869 τους ταπεινωτικούς όρους που επέβαλε η Τουρκία με την πρόσθετη απειλή ότι, αν δεν γίνονταν δεκτοί, θα εκδιώκονταν από την Κωνσταντινούπολη οι εκεί Έλληνες ομογενείς, ενώ αιωρούνταν και το ενδεχόμενο πολέμου μεταξύ των δύο χωρών, οι διπλωματικές σχέσεις των οποίων είχαν ήδη διακοπεί από τις 4 Δεκεμβρίου 1868.
α) Μη στρατολόγηση εθελοντών-ανταρτών επί ελληνικού εδάφους για επίθεση κατά της τουρκικής επικράτειας.
β) Απαγόρευση του εφοδιασμού πλοίων σε ελληνικούς λιμένες με υλικό προοριζόμενο για εξεγέρσεις σε εδάφη της τουρκικής επικράτειας.
γ) Επιστροφή των Κρητών προσφύγων στην Κρήτη, εφόσον το επιθυμούν.
Για τους Τούρκους το αποτέλεσμα της Διάσκεψης στο Παρίσι, με την οποία τέθηκε τέρμα στην ελληνοτουρκική ρήξη και στην Κρητική Επανάσταση, υπήρξε απροσδόκητο.
Ο Τούρκος πρέσβης στη γαλλική πρωτεύουσα, σε έκθεσή του προς τον μεγάλο βεζίρη Ααλή πασά την 20ή Φεβρουαρίου 1869, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πρέπει να είμαστε αιωνίως ευγνώμονες στην εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα την οποία έστειλε η θεία πρόνοια να προεδρεύσει της Διάσκεψης. Το αποτέλεσμα που επιτύχαμε ξεπέρασε όλες τις ελπίδες μας».
Η προσωπικότητα που έστειλε… η θεία πρόνοια για να προεδρεύσει της Διάσκεψης ήταν ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Αυγουστίνος Λαβαλέτ.
Πρόσθετο στοιχείο ταπείνωσης της Ελλάδας από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Διάσκεψη των Παρισίων του Φεβρουαρίου 1869, που λειτούργησε, υποτίθεται, ως διεθνές δικαστήριο, είναι το γεγονός ότι η Τουρκία μετέσχε των εργασιών της ως ισότιμο μέλος με τις άλλες Δυνάμεις ενώ ήταν κρινόμενη. Κρινόταν η διαφορά της με την Ελλάδα.
Η Ελλάδα παρίστατο απλώς, χωρίς δικαιώματα ισότιμου μέλους, γεγονός που ανάγκασε τον Έλληνα αντιπρόσωπο να αποχωρήσει και την κυβέρνηση Βούλγαρη να βρει την ευκαιρία να παραιτηθεί.Το Κρητικό Ζήτημα ούτε καν συζητήθηκε. Η απόφαση όμως της Διάσκεψης έθετε ουσιαστικά ταφόπλακα στην επανάσταση της Κρήτης, ο αριθμός των θυμάτων της οποίας είχε ξεπεράσει τον Δεκέμβριο του 1868 τους 8.000.
Τα καταδρομικά ΕΝΩΣΙΣ και ΚΡΗΤΗ, μετά το τραγικό τέλος της επανάστασης, εντάχθηκαν στον ελληνικό στόλο. Την 23η Ιουλίου 1869 ο Κουμουνδούρος, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατήγγειλε στη Βουλή τα εξής:
«Εις τα ύδατά μας ένας ξένος ναύαρχος, ναύαρχος της Τουρκίας, μας επέβαλε νόμον, κατέσχε τους λιμένας μας και ενεταφίασε εκεί την Κρήτην.
Η Κρήτη ενταφιάστηκε στα ύδατα της Σύρου διότι ο ναύαρχος αυτός μας απηγόρευσε να κινηθώμεν, μας ηνάγκασε να εγκαταλείψωμεν τους αδελφούς μας. Και ημείς τι εκάμαμε; Εστείλαμε τον ατμοδρόμωνα (σ.σ.: το πλοίο ΕΛΛΑΣ) να καταδιώξη τον Χόβαρτ και ο ατμοδρόμων ευρέθη άνευ πυρίτιδος…».
Για να προσθέσει στη συνέχεια ότι «ο ατμοδρόμων εις Σύρον εζήτει να αγοράση από το εμπόριον πυρίτιδα…».
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού», όμως, όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Η γύμνια του ελληνικού στόλου το 1866-69 κινητοποίησε την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, η οποία επεδίωξε στα επόμενα χρόνια την ανασυγκρότησή του και την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης των αξιωματικών και των ναυτών του.
Αλλά και η καταστολή της Κρητικής Επανάστασης το 1869 ενίσχυσε, αντί να εκμηδενίσει, το αγωνιστικό φρόνημα των Κρητών, οι οποίοι κατέκτησαν την αυτονομία τους το 1898.
Το «πεπρωμένο» της Κρήτης και της Ελλάδας ήταν να ενωθούν επί πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενός πλαστουργού της Ιστορίας, γεννημένου στη Μεγαλόνησο και προορισμένου να διπλασιάσει την Ελλάδα και να την οργανώσει σε κράτος σύγχρονο και σεβαστό για πρώτη φορά από την ίδρυσή του, το 1830.