Χθες Σάββατο βρισκόμουν στη Νέα Πέραμο, κάνοντας ‘εργασιοθεραπεία’, δηλ. προσπαθώντας να βελτιώσω την κατάσταση του σκάφους μου. Αυτή τη δουλειά την κάνω πολλές δεκαετίες και δεν σημαίνει, ότι πλήττω από αναδουλειά τις πέντε εργάσιμες μέρες της βδομάδας, το αντίθετο μάλιστα, το Σάββατο με βρίσκει σωματικά εξουθενωμένο και ψυχικά εκνευρισμένο. Τότε; Τότε πηγαίνω στο ‘καρνάγιο’ τα Σαββατοκύριακα, κι εκεί ξεκουράζομαι αισθανόμενος, ότι γεμίζω τις μπαταρίες μου για την αγχώδη βδομάδα που έρχεται.
Εκεί δίπλα μου βρήκα και τον Βαγγέλη με τα ρούχα της δουλειάς, να τρέχει σαν τρελός για να συντηρήσει δύο Καταμαράν, αλλά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και με έκδηλη την αίσθηση του ευχαριστημένου. Ο Βαγγέλης είναι καθηγητής και επιτυχημένος επιχειρηματίας στον χώρο της εκπαίδευσης, αλλά κι αυτός ‘ψυχοθεραπεύεται’ στην κοινωνία της θάλασσας. Το μεσημέρι έκανα ένα διάλειμμα, χωρίς ούτε καν να ξεπλύνω τη σκόνη του πολυεστέρα, για να πιώ μια μπύρα στο “καρνάγιο της Τατιάνας και της Μαρίας”, που βρίσκεται σ’ένα πολύ ωραίο μέρος της περιοχής. Χαίρομαι αυτό το στέκι, όπου οι ιδιοκτήτριες, με γούστο και αγάπη για τα φυσικά υλικά, αλλά και για ότι κουβαλάει μέσα του ιστορία και τέχνη του μάστορα, δύο πολύτιμα υλικά της ζωής, άλλαξαν με τα χέρια τους, ένα παλιό καρνάγιο σ ένα χώρο που ξεκουράζει. Το μπαρ βρίσκεται χαμηλά, κοντά στο επίπεδο της θάλασσας, και διαμορφώνει μια θαυμάσια προοπτική. Μπροστά και σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων, βρίσκεται ένα βουλιαγμένο καΐκι κι επάνω του ένα βουτηχτάρι, το οποίο βλέπω εκεί μήνες τώρα, λες και δέθηκε με το κουφάρι. Ο κόλπος της Περάμου με τη Σαλαμίνα απέναντι, φτιάχνουν μια θάλασσα ήρεμη και στρωτή, σαν να βγήκε απ’ τα βιβλία του Καρκαβίτσα. Οι ψαρόβαρκες και τα καΐκια πηγαινοέρχονται στη διπλανή μαρίνα, κι όλα έχουν γεύση αρμύρας. Ένα κοπάδι χήνες, κι άλλο ένα πάπιες, είναι πάντα εκεί, με τις φιγούρες και τις φωνές του. Οι γλάροι είναι μπόλικοι, περιμένοντας το μερίδιό τους από τη λεία των ψαράδων. Στη σχάρα του καρνάγιου, ένα ψαράδικο ή μια λάντζα, ζωντανεύει σιγά-σιγά.
Γυρνώντας στη δουλειά μου (!), ο πολυεστέρας είχε σκληρύνει και μπορούσα να συνεχίσω. Ήρθε ένας που τον έβλεπα να δουλεύει απέναντι σ’ ένα μεγάλο και όμορφο καΐκι. Με ρώτησε πως πάω και πιάσαμε την κουβέντα, είναι κι αυτός καθηγητής σαν τον Βαγγέλη, από πατέρα Υδραίο και μάνα Ποριώτισσα, αλμυρό DNA. Είναι 70 χρονών και περνάει ένα μήνα κάθε σεζόν, συντηρώντας το καΐκι. Έχει κι αυτός την άποψη, ότι θα διατηρήσει το καΐκι, όσο μπορεί ο ίδιος να το συντηρεί, γιατί αυτό του δίνει χαρά. Παραπέρα είναι μια όμορφη ψαρόβαρκα, την βλέπω στο ίδιο καβαλέτο δυο-τρία χρόνια, κι ένας γεράκος αγωνίζεται και την έχει σε άψογη κατάσταση και έτοιμη να πέσει στο νερό, αλλά δεν πέφτει, ο βαρκάρης της προετοιμάζεται για το ταξίδι, αλλά δεν πάει στην… Ιθάκη!
Στην κοινωνία της θάλασσας όλοι βρίσκουμε χαρά, η θάλασσα αποζημιώνει αυτούς που θέλουν να βρίσκονται κοντά της.